Ο Μιλτιάδης Μουρατίδης γεννήθηκε στο οικισμό Σένια που απείχε από το Σεσαdιέ περίπου τρεις ώρες, και εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας. Είχε αποκλειστικά 317 Έλληνες κατοίκους που μιλούσαν ποντιακά και διοικείτο από μουχτάρη. Υπήρχε εκκλησία του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου και τριτάξιο δημοτικό σχολείο.
Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν το ζωεμπόριο (μετέφεραν κοπάδια και τα πουλούσαν) και το εμπόριο υφασμάτων.
Η μαρτυρία του Μιλτιάδη Μουρατίδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πολλά επεισόδια γίνανε με τους Τσετέδες από το 1921 και ύστερα που φύγανε οι άντρες εξορία. Εγώ είχα γραμμένη μικρότερη ηλικία κι έμεινα. Ο πατέρας μου ήτανε τότες μουχτάρης. Σύμφωνα με την ηλικία του έπρεπε να φύγει. Οι Τούρκοι όμως τον άφησαν. Είπανε να μείνει για προστασία σ’ όλα τα γυναικόπαιδα και τους γέρους.
Κι εμείς και το Γιαϊτζολού και το Σουλεϊμανλί πολλά υποφέραμε τότες και πολύ κινδυνέψαμε από τους Τσετέδες.
Από το καλοκαίρι του 1920 προτού σηκωθή ακόμη η εξορία ήρθανε Τσετέδες του Τοπάλ στα μέρη μας. Ήτανε γνωστό τι σκοπό είχανε. Ό,τι κάνανε σ’ όλα τα χωριά που περνούσανε, ληστείες, βιασμούς και σφαγή των χριστιανών.
Ένας Τούρκος τσιφλικάς ήτανε ο Νουρή μπέης, πολύ καλός άνθρωπος, αυτός ειδοποίησε στο Γιαϊτζολού να ετοιμασθούνε γιατί έρχονται Τσετέδες του Τοπάλ.
Αυτοί ειδοποιήσανε εμάς και βγήκανε οπλισμένοι άντρες κι από μας κι από τ’ άλλα τρία χωρία προλάβανε στα ξαφνικά τους Τσετέδες μέσα στο δάσος τους κυκλώσανε έγινε μάχη και οι Τούρκοι παραδοθήκανε στους δικούς μας. Τους πήρανε τα όπλα τότες και πήγανε και τους παραδόσανε στη Ρεσάdια. Αυτοί δεν ήτανε τακτικός στρατός, σα ληστές ήτανε και άμα τους παραδόσανε τους βάλανε φυλακή.
Ο Τοπάλ όμως που το έμαθε αγρίεψε κι έβαλε σκοπό να μας εκδικηθεί.
Ένας χρόνος πέρασε, γίνηκε η εξορία των αντρών και φθινόπωρο του 1921 ήρθανε εναντίον μας γύρω στους 150 Τσετέδες από τη «συμμορία» του Τοπάλ. Κύκλωσαν το χωρίο μας και ρωτούσαν πού είναι ο μουχτάρης.
Ο πατέρας μου ήτανε ο μουχτάρης. Λίγη ώρα πριν ένας Τούρκος φίλος μας του φώναξε και του είπε να πας να μου φέρης νερό. Ήξερε τι θα γίνει και ήθελε να τον γλιτώσει. Ο πατέρας μου είδε από μακριά τους Τσετέδες, μπήκε σ’ ένα σπίτι που είχε κρυψώνα και κρύφτηκε.
Ο αρχηγός των Τσετέδων πήγε στο σπίτι του και τον φώναξε. Βγήκε η Αλεξάνδρα. Αυτή ήτανε μια γυναίκα δυνατή σαν άντρας και την είχε ο πατέρας μου κοντά του σαν υπασπιστή. Την ρωτήσανε «πού είναι;», είπε «δεν ξέρω, ένας Τούρκος τον φώναξε και τον έστειλε σε δουλειά».
— Η γυναίκα του πού είναι; ρωτήσανε.
— Κι αυτή πήγε να θερίσει, του είπε, λείπει.
Συγκεντρώσανε τότε όλους μπροστά στην εκκλησία. Περισσότερες γυναίκες ήτανε. Βλέπανε τι χρυσαφικό έχουνε πάνω τους και το αρπάζανε. Άμα ήτανε σκουλαρίκια και δεν βγαίνανε, κόβανε και τ’ αυτιά μαζί. Και δάχτυλα κόψανε για να πάρουνε δαχτυλίδια […]
Όταν έγινε η εξορία στα 1921 θα παίρνανε και τα γυναικόπαιδα όπως έγινε σ’ όλα τ’ άλλα χωρία και στο Νίσκαρ και Τοκάτ, παντού, εμείς όμως εξαγοράσαμε την εξορία αυτή για να μην πάρουνε τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Τα τέσσερα χωρία μαζί, Σένια, Σουλεϊμανλί, Γιαϊτζολού και Γενίκιοϊ δίναμε 1.000 παγκανότες το μήνα στην τουρκική διοίκηση στο Ρεσαdιέ για την εξαγορά αυτή.
Οκτώβριο μήνα του 1922 ήρθε η διαταγή ν’ αδειάσουμε τα χωριά και να φύγουμε. Από τη Ρεσάdια ήρθανε οι ζαπτιέδες και φέρανε τη διαταγή στον πατέρα μου. Τ’ αφήσαμε όλα. Δεν πήραμε παρά λίγο ρουχισμό και λίγα μετρητά. Άδειασαν τα τέσσερα ελληνικά χωριά. Ούτε ψυχή ανθρώπου δεν έμεινε. Τα ζώα μόνο μείνανε έρημα. Ύστερα τα πήρανε οι Τούρκοι.
Βαδίσαμε τρεις μέρες για να πάμε στην Ορdού. Μια βραδιά μείναμε στο Γκιόλκιοϊ, μια βραδιά στο Μαρτιρός. Σχεδόν όλοι μαζί φύγαμε και από τα τέσσερα χωρία, το δικό μας, Σουλεϊμανλί, Γενίκιοϊ και Γιαϊτζολού. Εκεί, στην Ορdού, κατεβαίναμε στη σκάλα και περιμέναμε να ‘ρθει πλοίο να μπούμε για να φύγουμε. Τα πλοία δεν έρχονταν ως τη στεριά. Έπρεπε να πάμε με βάρκες για να μπούμε. Οι βαρκάρηδες όλοι ήτανε Τούρκοι. Μας εκβιάζανε για να μας πάνε. Γυρεύανε μεγάλα ποσά χρηματικά για να μας πάρουνε. Τελευταίοι μείναμε καμιά δεκαριά οικογένειες.
Τότες ήρθε στην Ορdού ο Τοπάλ Οσμάν. Διαδόθηκε αμέσως πως θα σφάξει όλους τους χριστιανούς. Άκουγες τότε όλο φωνές και κλάματα. Φόβος και τρόμος έπιασε τον κόσμο. Νοέμβριος μήνας ήτανε.
Οι Αμερικανοί μάς σώσανε τότες. Ήρθανε δυο θωρηκτά αμερικάνικα στο λιμάνι της Ορdούς. Ο Αμερικάνος άμα είδε τους σκοπούς του Τοπάλ, γύρισε το κανόνι του στο πλοίο του Οσμάν κι έστειλε μήνυμα στον Τούρκο διοικητή ότι, αν πειράξει ο Τοπάλ τους Έλληνες, θα κανονιοβολήσει αμέσως το πλοίο του και θα βγάλει και πεζοναύτες στην Ορdού να επιτεθούνε σ’ όλους τους Τούρκους. Ο διοικητής κατάλαβε τον κίνδυνο κι ανάγκασε τον Τοπάλ να φύγει αμέσως με το πλοίο του. Ο Αμερικάνος έστειλε το ένα θωρηκτό και τον ακολούθησε για να μην τυχόν τολμήσει και γυρίσει πάλι πίσω.
Εμάς τα βάσανά μας όμως δεν τελειώσανε. Μπήκαμε στα καΐκια να πάμε στο πλοίο να μπούμε. Οι Τουρκαλάδες βαρκάρηδες θέλανε να μας πετάξουνε στη θάλασσα. Ζητούσανε να τους δώσουμε χρήματα. Ό,τι είχαμε το δώσαμε, αυτοί όμως επιμένανε. Τότες ακούσανε απ’ έξω τη φασαρία και στείλανε με βενζινόπλοιο έναν ανώτερο Τούρκο, τους αγρίεψε πολύ κι αναγκαστήκανε τότες και μας πήγανε στο πλοίο.
Μας πήγανε στην Πόλη. Μας στείλανε πρώτα στον Άγιο Στέφανο, ένα εξοχικό μέρος. Μας πήρανε όμως κι από κει και μας πήγανε στην κόλαση μέσα. Είπανε μπορεί να έχουμε αρρώστια επάνω μας και πρέπει να μπούμε καραντίνα.
Μας κλείσανε στο Σελιμιέ κιζλασί. Εκεί ήταν η κόλαση. Άνθρωποι ο ένας επάνω στον άλλο, βρωμιά, αρρώστια, θάνατος. Δύο αδέλφια δικά μου πεθάνανε εκεί. Όλοι αρρωστήσαμε, ο Θεός μάς γλίτωσε εμάς. Μείναμε ένα ολόκληρο χρόνο.
Στα 1923 μας βάλανε σε πλοία και ήρθαμε στην Ελλάδα. Μας βάλανε πρώτα στον Αϊ-Γιώργη στον Πειραιά, σαράντα μέρες καραντίνα. Από κει μας πήγανε στο Κιλκίς, από το Κιλκίς στο Χοτζαμαχλέ, από κει Αρδαία κι από την Αρδαία εδώ στο Μελάνθιο. Από λίγους μήνες μέναμε στο κάθε μέρος. Τέλος του 1924 εγκατασταθήκαμε στο Μελάνθιο. Μας δώσανε κλήρο κι από τότες ζούμε εδώ.