Ο Γεώργιος Χρυσοστομίδης γεννήθηκε στον οικισμό Σέσερα, κτισμένο σε πλαγιά στον δημόσιο δρόμο με κατεύθυνση την Τραπεζούντα, από την οποία απείχε περίπου 10 χλμ. Επρόκειτο για οικισμό με μικτό πληθυσμό και τα μέλη της ελληνικής κοινότητας είχαν μετοικήσει κατά τον 18ο αιώνα από την περιοχή του Χαμψίκιοϊ και μιλούσαν ποντιακά.
Διατηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στο Γενέθλιον της Θεοτόκου και δημοτικό σχολείο. Ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, ωστόσο, επειδή η παραγωγή δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του πληθυσμού, πολλοί ήταν αυτοί που έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς με προορισμό τη γειτονική Ρωσία.
≈
Η μαρτυρία του Αναστάσιου Παπαδόπουλου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
Με το Σεφερμπελίκ μάς πήρανε όλους τους άντρες από είκοσι ετών ως σαράντα πέντε στον τουρκικό στρατό. Λίγο καιρό μάς είχανε κανονικούς στρατιώτες με όπλα. Μόλις έγιναν τ’ αρμενικά, μας πήρανε τα όπλα και μας ρίξανε στα «αμελέ ταμπουρού». Εγώ βρέθηκα στο Παϊπούρτ μαζί μ’ άλλα παιδιά από τα δικά μας χωριά κι από αλλού στον Πόντο.
Σκληρή ζωή ήτανε. Έφαγα ξύλο τότες, γίνηκαν πληγές στο κορμί μου. Μας είχανε και κουβαλούσαμε για τον στρατό. Ζώα δεν είχε πολλά, τα κρατούσανε αυτοί. Εμείς στην πλάτη τα κουβαλούσαμε όλα. Στους δρόμους δουλεύαμε, στο Ζίγανα, το βουνό, μας βάζανε και καθαρίζαμε τα χιόνια. Πολλοί δεν αντέξανε. Κρύο, κούραση, συσσίτιο τιποτένιο, ξύλο, αρρώστια, μπορείς ν’ αντέξεις; Ένα χρόνο έμεινα και πήρα την απόφαση και δραπέτευσα. Να μείνω, θάνατος είναι, είπαν, αν φύγω μπορεί να γλιτώσω.
Μόνος μου έφυγα. Νύχτα περπατούσα, μέρα κρυβόμουνα στα δάση. Χόρτα του βουνού έτρωγα, καμιά φορά ζητιάνευα σε κανένα χωριό ελληνικό. Όταν έφτασα στο χωριό μου, σαν πεθαμένος ήμουνα. Δε με γνωρίζανε. Η χρονιά ήτανε 1916, προτού μπούνε οι Ρώσοι. Έμεινα κρυμμένος, να μη καταλάβουνε οι Τούρκοι που ήμουνα «κατσάκης»*.
Ύστερα από τέσσερις-πέντε μήνες μπήκανε οι Ρώσοι και κυκλοφορούσα ελεύθερα. Στο χωριό ήτανε γυναίκες, παιδιά και οι άντρες άνω των σαρανταπέντε χρονών. Κι αυτοί δύσκολα περνούσανε. Ήτανε που ήτανε φτώχεια στο χωριό, λείψανε κι οι άντρες να δουλέψουνε στα χωράφια και όσοι μείνανε δεν είχανε πώς να ζήσουνε. Πόλεμος ήτανε, αποκλεισμός έγινε, από τη Ρωσία δεν μπορούσε να πάρει κανένας είδηση και χρήματα. Γι’ αυτό και άμα ήρθανε οι Ρώσοι, είπανε έρχονται οι σωτήρες μας.
Στα 1916, Απρίλιο μήνα, της Λαμπρής ημέρες ήτανε που έφτασε ο ρωσικός στρατός. Κοζάκοι ήτανε οι πρώτοι, με μαύρα καλπάκια στα κεφάλια τους. Από του Άι-Βασίλ’ περάσανε και σταθήκανε. Κατεβήκαμε όλοι να τους υποδεχτούμε. Ο παπάς πρώτος, τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα μπροστά, ο μουχτάρης, ο δάσκαλος, όλο το χωρίο. Και στην εκκλησία η καμπάνα κτυπούσε συνέχεια, όπως στις γιορτές τις μεγάλες. Μεγάλη υποδοχή τούς έκαναν σ’ όλα τα χωριά οι Ρωμέοι. Στου Άι-Βασίλ’ δε μείνανε, προχωρήσανε στο Τζεβιζλούκ κι εκεί σταθήκανε. Κάνανε καταυλισμό και μένανε.
Πλούσιος στρατός ο ρωσικός. Ωραία άσπρα αλεύρια είχανε μέσα σε τσουβάλια μεγάλα. Εμείς, που μόνο καλαμποκίσιο ψωμί τρώγαμε κι εκείνο λειψό, πηγαίναμε από κοντά στους Ρώσους στρατιώτες και άμα σκιζόταν λίγο κανένα τσουβάλι, μαζεύαμε τ’ αλεύρια που χύνονταν.
Κανένα δεν πειράξανε οι Ρώσοι. Οι Τούρκοι, οι περισσότεροι, μείνανε στα σπίτια τους και τίποτα δεν πάθανε. Ένα επεισόδιο έγινε μόνο τότες. Ήτανε τέσσερις πέντε Αρμένηδες που είχανε σωθεί από τη σφαγή των Τούρκων και ήτανε κρυμμένοι σ’ ένα σπήλαιο στο δάσος μέσα. Αυτοί, όταν ήρθε ο ρωσικός στρατός, φανερωθήκανε. Ο μουχτάρης ο δικός μας, ο Ιωάννης Σαραμανίδης, είχε κάνει πολύ κακό στους Αρμένηδες. Πήγαινε και πρόδινε στους Τούρκους όπου ήξερε κρυμμένον Αρμένη. Τότες, λοιπόν, που ήρθανε οι Ρώσοι και βγήκανε στο ελεύθερο αυτοί οι κρυμμένοι Αρμένηδες, μπήκανε μια νύχτα στο χωριό μας, πήγανε κατευθείαν στο σπίτι του μουχτάρη και του κόψανε το κεφάλι. Εμείς ακούσαμε φασαρία, κακό μέσ’ τη νύχτα, αλλά τι γίνηκε δεν ξέραμε. Την άλλη μέρα το πρωί το μάθαμε. Κανένας δεν μπορούσε να τους τιμωρήσει. Κι αυτοί το δίκιο τους είχανε, δικούς τους ανθρώπους είχε πάρει στο λαιμό του ο μουχτάρης.
Δύο χρόνια μείνανε οι Ρώσοι. Απρίλιο του 1916 μπήκανε, από Νοέμβριο του 1917 μέχρι τον Ιανουάριο του 1918 κι ο τελευταίος Ρώσος στρατιώτης είχε φύγει για τη Ρωσία. Έγινε η επανάστασή τους στη Ρωσία και διατάξανε όλος ο στρατός να γυρίσει πίσω.
Τότες πολλοί δικοί μας θεληματικά φύγανε στη Ρωσία. Φοβηθήκανε πως άμα μείνουνε μόνοι οι Τούρκοι θα γίνουνε φασαρίες. Ήτανε και το οικονομικό μαζί. Από το δικό μας χωριό φύγανε εφτά οχτώ οικογένειες. Κι εγώ έφυγα. Ήμουνα «κατσάκης» δύο χρόνια στο χωριό Μπορεί να γίνονταν καμιά σπιουνιά και να πήγαινα χαμένος. Κατέβηκα Τραπεζούντα. Είκοσι άτομα ήμαστε από διάφορα χωρία, νοικιάσαμε ένα μοτοράκι τούρκικο και «δια νυκτός» φύγαμε για το Μπατούμ. Εκεί δεν ξέρω τι λόγοι ήτανε και δεν θέλανε να μας κρατήσουνε. Ξημερώσαμε στο ύπαιθρο, στη βροχή. Την άλλη μέρα φύγαμε για το Σοχούμ. Μείναμε λίγο εκεί και φύγαμε στη Ναβορόσια. Καθίσαμε εκεί τρεις χρόνους και στα 1921 πήραμε την απόφαση νάρθουμε στην Ελλάδα. Πήγαμε στο λιμάνι της Οdέσσας, μπήκαμε με πληρωμή σε ρωσικό πλοίο και ήρθαμε Θεσσαλονίκη.
Οι άλλοι, που δε φύγανε στη Ρωσία με τους Ρώσους στα 1918, καθίσανε στο χωρίο τέσσερα με πέντε χρόνια ακόμη. Τον πρώτο μήνα του 1923 πήγε η διαταγή στα μέρη μας πως υπογράφτηκε η Ανταλλαγή και πρέπει να φύγουνε όλοι για την Ελλάδα. Κατεβήκανε «μαζικά» όλα τα χωρία και του Κογκά και τ’ Αμπέλια και Μανωμενάντων, τα κοντινά μας, και τ’ άλλα, τα πιο μακρινά της Τραπεζούντας χωρία, κατεβήκανε όλα στην πολιτεία, στο λιμάνι. Από την Τραπεζούντα τούς μπαρκάρανε σε τούρκικα πλοία και πήγανε Πόλη. Εκεί μείνανε λίγους μήνες και το Πατριαρχείο φρόντισε και ήρθανε ελληνικά πλοία, τους πήρανε όλους και τους φέρανε στην Ελλάδα.
Εμείς ήμαστε φερμένοι νωρίτερα δύο χρόνια.
Τέλος 1923 ήτανε, αρχές 1924, κι ερχότανε βαποριές στο Καραμπουρνού, στη Θεσσαλονίκη, κι αδειάζανε προσφυγιά. Κατεβαίναμε όλοι ν’ απαντήσουμε τους δικούς μας…