Ένα από τα βασικά στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης στον Πόντο ήταν οι συντεχνίες (εσνάφια). Με τον όρο περιγράφονται αφενός οι επαγγελματικές ομάδες που ήταν εγκατεστημένες στις πόλεις και αφετέρου οι συντεχνίες-συνεργεία που πήγαιναν όπου υπήρχε δουλειά.
Οι πρώτες αποτελούσαν το μέτωπο προάσπισης των συμφερόντων των μικρών βιοτεχνών, και ήταν ήδη σε λειτουργία από τα βυζαντινά χρόνια ως το τέλος της αυτοκρατορίας.
Ανάλογα με την πέραση που είχαν τα επαγγέλματα των μελών τους, άνθιζαν ή έσβηναν. Πολλές συντεχνίες ωστόσο πέρασαν αλώβητες σχεδόν από το Βυζάντιο στην Τουρκοκρατία, δεχόμενες βέβαια και την ανάλογη επίδραση από τους κατακτητές.
Από τα τέλη του 14ου αι. και έπειτα στην Τραπεζούντα δημιουργήθηκαν συντεχνίες χρυσοχόων, υφαντών, εμπόρων· υπάρχουν στοιχεία που το επιβεβαιώνουν. Αργότερα, μετά τα μέσα του 15ου αι., όταν εμφανίστηκαν συντεχνίες Ελλήνων εμπόρων στη Μολδαβία και τη Βλαχία, ή ακόμα και σε άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης.
Οι συντεχνίες-συνεργεία (κομπανίες) φέρεται να εμφανίζονται από τις αρχές του 17ου αι. – τις διαφοροποιεί ο στενότερος χαρακτήρας τους. Ουσιαστικά ήταν ομάδες εργασίας τεχνιτών που κατάγονταν από τον ίδιο τόπο και αναλάμβαναν εργολαβίες.
Τα μέλη τους ταξίδευαν από την αρχή της άνοιξης ως το φθινόπωρο οπουδήποτε υπήρχε δουλειά, στον Καύκασο, την Ιωνία, την Καππαδοκία και την Κωνσταντινούπολη. Έτσι οι κοπέλες περίμεναν υπομονετικά για να παντρευτούν ή για να δουν τους καλούς τους, και κατά το δημώδες:
Ούλ’ περιμέν’ν την άνοιξην
κι η κόρ’ το μοθοπώρι.
Τ’ άθθα αθθούν την άνοιξην
κι η κόρ’ το μοθοπώρι*.
Οι βασικές πέντε συντεχνίες που αναφέρει η Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού ήταν των:
• αμπατζήδων (=ραπτών) που είχαν σύμβολό τους τη μεζούρα,
• γιουλγκέρ’ (=χτιστάδων) με σύμβολο το σκεπάρνι,
• ταστζήδων (=λιθοκτιστών) με σύμβολο τη σφύρα,
• τεμερτσήδων (=σιδεράδων),
• χασαπλάρ’ (=κρεοπωλών).
Η ετήσια γιορτή όλων των συντεχνιών ήταν στις 8 Μαΐου. Την ημέρα εκείνη όλοι οι συντεχνίτες πήγαιναν στην εκκλησία όπου γινόταν αρτοκλασία. Μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθούσε γλέντι.
Ο μαθητευόμενος ονομαζόταν τσιράχ’, ο εργοδότης αφεντικόν, αγάς, τσορπατζής ή σααπής, ενώ ο υπηρέτης και εργάτης κουντελικτσής, χουσμεκιάρτς, τσοπάνον, αργάτες.