Αυτούσιο από τα αρχαία ελληνικά έρχεται στην ποντιακή διάλεκτο το επίθετο άνοικος (στην Τραπεζούντα, και άοικος στη Χαλδία), το οποίο σημαίνει αυτόν που δεν έχει μόνιμη κατοικία. Μενύ’ ατο την κάλην ατ’ με τ’ άοικον το πουλόπον, λέει ο στίχος του τραγουδιού, σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου.
Επίσης, σημαίνει τον ακατοίκητο, τον έρημο. Σύμφωνα με το τραγούδι: Εννά χρόνους πορπάτεσεν κι ο μικρό μ’ ’ς σ’ άνοικα όρη | και εστοιχούνανε ατόν δράκοι και λεοντάρα.
Τρίτη και τελευταία σημασία είναι αυτή του κατεστραμμένου οικονομικά, με το τραγούδι να λέει το εξής: αχ, έσπαξεν τα πρόβατα μ’ κ’ εμέν άνοικον εποίκεν.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.