Δύο σημασίες έχει στην ποντιακή διάλεκτο η λέξη κορώνα (πληθ. τα κορώνας, οι κορωνάδες): σημαίνει το βασιλικό στέμμα (προέρχεται από το λατινικό corona), αλλά και το πουλί κόρακας (προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό κορώνη).
Σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου, η δεύτερη σημασία ήταν η πιο διαδεδομένη.
Για τη γυναίκα που χηρεύει η φράση είναι επελέστεν κορώνα – στον πληθυντικό, οι κορωνάδες είναι οι μαυροφορεμένες χήρες. Στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχει και η κατάρα ’ς σ’ οσπίτι σ’ κορώνα να κούζ’, που σημαίνει να ερημωθεί το σπίτι σου, ενώ έχουν καταγραφεί και οι εξής παροιμίες: η κορώνα όπου κι αν πάει, μαύρα ωβά εφτάει (για κάτι που αποτυγχάνει κάθε φορά) και ας εκείνον, κορώνα ’κι γαστρούται (για κάποιον που είναι φιλάργυρος).
Από το ίδιο ουσιαστικό έχει προκύψει το ρήμα κορωνάουμαι (το χρησιμοποιούσαν κυρίως στη Χαλδία), που σημαίνει ότι φοράω μαύρα λόγω πένθους. Επίσης υπάρχει το κορωνέα που στη Χαλδία σήμαινε την άγρια τζιτζιφιά, και στην Κερασούντα περιέγραφε αυτόν που είναι μαύρος σαν κοράκι (μεταφορικά: δυστυχής).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.