Ο άνθρωπος μετά την πτώση από τον παράδεισο έχει μέσα του έναν βαρύ πόνο ξενιτιάς. Είναι μακριά από τον τόπο του, τη γενέτειρά του που βρίσκεται παρά τω Θεώ. Δεν βρίσκει ανάπαυση, έχει μια βαθύτερη ανησυχία∙ ξέρει πως κάτι του λείπει. Νοσταλγεί βαθιά την προπτωτική του κατάσταση και την άρρητη ευτυχία της πλησιότητάς του στον Τριαδικό Θεό.
Ο πνευματικός άνθρωπος, ακόμα κι αν δεν συνειδητοποιεί επακριβώς το είδος του ελλείματος, αντιλαμβάνεται ότι αυτό έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι, κινείται προς την κατεύθυνση της αναζήτησης της αλήθειας στο ανάλογο επίπεδο.
Από την άλλη, ο άνθρωπος της ύλης δεν καταλαβαίνει, δεν αναζητεί. Απλώς πονά και κοιτάζει ν’ απαλύνει τον πόνο του με την κάθε είδους ηδονή που μπορεί να του προσφέρει η διαβίωσή του επί γης. Δεν κατανοεί, δηλαδή, ότι του λείπει η Ιθάκη, και το ρίχνει στη λωτοφαγία για να ξεχάσει.
Έτσι, οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτές τις δυο κατηγορίες. Είναι ή του πνεύματος ή της ύλης. Για τα κριτήρια με τα οποία γίνεται τούτη η κατηγοριοποίηση υπάρχει μεγάλη συζήτηση κι ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Νομίζω, όμως, ότι ο πιο ασφαλής τρόπος κατάταξης βασίζεται στο ότι οι πρώτοι τοποθετούν στο κέντρο βάρους της βιωτής τους την αναζήτηση της αλήθειας, ενώ οι δεύτεροι την καλοπέραση.
Ως εκ τούτου, οι δυο κατηγορίες ενεργούν με διαφορετικά πρωτεύοντα κίνητρα, ακόμα και στις περιπτώσεις που φαινομενικά κάνουν τα ίδια πράγματα ή καταβάλλουν παρόμοιες προσπάθειες. Ενώ λοιπόν οι άνθρωποι του πνεύματος ενεργούν μέσα στη ζωή τους ψάχνοντας κυρίως την επίγνωση, οι άνθρωποι της ύλης αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στην ηδονή. Επομένως, τα πράγματα διαφοροποιούνται από τα βαθύτερα κίνητρα που κρύβονται στην ψυχή κι όχι μόνο από τις πράξεις καθαυτές και τα φαινόμενα.
Δύο άνθρωποι κατά το φαίνεσθαι πνευματικοί (σύμφωνα με τους τίτλους και την ιδιότητά τους) μπορεί ν’ ασχολούνται με το ίδιο πράγμα. Γιατί το κάνει ο καθένας; Ο Θεός κι η ψυχή του.
Το βάθος του χρόνου, σε συνδυασμό με την ποιότητα του πρακτέου της διαδρομής τους, μπορεί ν’ αποκαλύψει στο τέλος τελείως διαφορετικά πράγματα. Άσπρο και μαύρο∙ μέρα και νύχτα∙ πνεύμα και ύλη. Άρα, το αν είναι κάποιος άνθρωπος όντως πνευματικός ή της ύλης δεν σχετίζεται με το έργο του, αλλά με τα κίνητρά του. Δεν σχετίζεται με το είδος της ενασχόλησης, αλλά με την απώτερη στόχευσή της.
Όταν ένας άνθρωπος της ύλης επιδιώκει τις κάθε είδους απολαύσεις του κτιστού κόσμου μετερχόμενος με πάσα ειλικρίνεια μέσων και τρόπων που συνάδουν με τις αναζητήσεις του, το πράγμα είναι ξεκάθαρο. Το πρόβλημα δημιουργείται με την περίπτωση ανθρώπων της ύλης που εξυπηρετούν τον σκοπό τους ενασχολούμενοι με λειτουργήματα που γενικώς θεωρούνται ότι έχουν πνευματικό χαρακτήρα. Οι τελευταίοι, σαφώς, δεν είναι δυνατόν ν’ αποκαλύψουν με ειλικρίνεια τα απώτερα κίνητρά τους. Αντίθετα, επιβάλλεται να τα κρύβουν∙ πρέπει να υποκρίνονται και να αγαθολογούν ψευδόμενοι ασύστολα. Θα πρέπει κατά τα εξωτερικά σχήματα και τη διαλεκτική τους να παραπέμπουν (μέσω συμβόλων κι όχι βέβαια ουσιωδώς) σε ανθρώπους του πνεύματος.
Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι διπλό. Αφενός, τα κοσμικού χαρακτήρα κίνητρα επηρεάζουν αναπόφευκτα την ποιότητα του πνευματικού έργου. Έτσι, η προσεκτική μελέτη του –και όχι η επιφανειακή κι αβασάνιστη προσπέλασή του– αν είναι αντικειμενική θα το βαθμολογήσει με χαμηλό βαθμό. Θα βρεθούν ελαττώματα σε σχέση με τη γνησιότητα και την ειλικρίνειά του∙ με τη δυνατότητά του να μιλήσει στην ψυχή. Ερωτηματικά για το αν όντως ευεργετεί αναπαύοντας κι όχι αγριεύοντας, ταράζοντας, μπερδεύοντας ή ακόμα και δηλητηριάζοντας τα εσώψυχα του κοσμάκη. Αφετέρου, η εν καιρώ αποκάλυψη των ιδιοτελών κινήτρων αυτών των δήθεν πνευματικών δημιουργών, δυσφημεί μέσα από άδικες γενικεύσεις συνολικά την πνευματική ζωή. Αυτό μπορεί να σκανδαλίσει που λένε και ν’ απομακρύνει μερικούς ανθρώπους από τις πνευματικές αναζητήσεις.
Είναι επομένως καίριο το να μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανείς σχετικά εγκαίρως και με ασφάλεια αυτούς τους υποκριτές.
Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό, όταν όπως ήδη αναφέραμε η διαφορά τους με τους αυθεντικούς πνευματικούς ανθρώπους, τουλάχιστον στην αρχικά στάδια της διαδρομής τους, έγκειται κυρίως στα διαφορετικά κίνητρα; Ως γνωστόν αυτά κρύβονται ενδότερα.
Είναι δύσκολο, αλλά υπάρχει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα. Είναι η παρουσία εξουσιαστικού φρονήματος. Βλέπετε, σύμφωνα με τον κοσμικό, τον συμβιβασμένο με την πτώση τρόπο ζωής, το μέτρο της επιτυχίας εξαρτάται από την πρόσκτηση κάθε είδους μικρότερης ή μεγαλύτερης εξουσίας. Ο γνησίως πνευματικός άνθρωπος δεν επιθυμεί να εξουσιάζει κανέναν. Ακόμα κι αν είναι στρατηγός, νιώθει πως διοικεί, πως υπηρετεί το στράτευμα∙ δεν το εξουσιάζει. Ο άνθρωπος της ύλης, όμως, ακόμα κι όταν είναι απλός φαντάρος επιθυμεί να εξουσιάσει. Τους γονείς, τ’ αδέλφια, τις παρέες, την κοπέλα και τους συστρατιώτες του.
Ο κοσμικός άνθρωπος που καμώνεται τον άνθρωπο του πνεύματος, από νωρίς στη διαδρομή του θα δείξει (όπου τον παίρνει) δείγματα αυθαιρεσίας, κενοδοξίας, αλαζονείας, αυταρχισμού, ιδιοτέλειας, σιγουριάς σκοπού που αγιάζει τα μέσα, αθέμιτου ανταγωνισμού, συναλλαγής, ψευδολογίας κι αναξιοπιστίας. Υπάρχει, λοιπόν, κριτήριο. Το αν μια κοινωνία το λαμβάνει υπόψη, για να καταξιώσει τους ανθρώπους που πρέπει καταρτίζοντας έτσι την πνευματική της ηγεσία, είναι μια άλλη ιστορία.