Κυριολεκτικά το ουσιαστικό τζιτζάνισμαν (το) σημαίνει την εκμύζηση αίματος, ωστόσο αυτή η λέξη της ποντιακής διαλέκτου χρησιμοποιείται κυρίως με τη μεταφορική της σημασία, όπως αναφέρεται στο σχετικό λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Ποντιακού Ελληνισμού:
- ως απειλή: «α τζιτζανίζω σε» (θα σου πιω το αίμα),
- ως δηλωτικό οικονομικής εκμετάλλευσης: «τζιτζανίζ΄ τον άνθρωπον, όπως τζιτζανίζ΄ το φίδ΄ τη φορθάκαν» (του κατατρώγει το βίο, όπως το φίδι πίνει το αίμα του βατράχου),
- ως εκδίκηση: «α τζιτζανίζω σε» (θα σου πιω το αίμα, θα σε εκδικηθώ),
- ως δηλωτικό βασανισμού: «ετζιτζάντσεν με» (με κατατυράννησε).
Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.