Από το αρχαίο ουσιαστικό κάματος, που σημαίνει τον σωματικό κόπο, προέρχεται το ρήμα καματίζω της ποντιακής διαλέκτου. Η κυριολεκτική του σημασία είναι χρησιμοποιώ εργάτες ή ζώα για κάποια εργασία (καματίζω αργάτας, καματίζω τα βούδα). Επίσης χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καλλιέργεια χωραφιών με τη βοήθεια εργατών (καματίζω τα χωράφα μ’).
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου καταγράφει και τη σημασία του αφήνω μια πληγή να επουλωθεί μόνη της, να σχηματίσει πύον. Ακόμα χρησιμοποιείται για το μαλλί και για την κλωστική κάνναβη, και έχει την έννοια του κατεργάζομαι και γνέθω (καννάβ’ καματιναγμένον).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.