Το ασπαλίζω είναι ένα κοινό ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που απαντάται σε Κερασούντα, Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα και Χαλδία, ενώ άλλες του μορφές είναι το ’σπαλίζω (Κερασούντα, Κοτύωρα, Τραπεζούντα), το ’σφελίω (Ινέπολη), το ασπαλώ (Οινόη, Σάντα, Χαλδία), και το ’σπαλώ (Κερασούντα, Οινόη).
Κυρίως, όμως, είναι μια «απόδειξη» της ιωνικής προέλευσης της διαλέκτου, καθώς χρησιμοποιείται το ψιλό σύμφωνο πι αντί για το δασύ φι, και έτσι έχουμε το ασπαλίζω αντί για το ασφαλίζω.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου αναφέρει ότι η κυριολεκτική σημασία του ρήματος είναι κλείνω (την πόρτα ή το παράθυρο). Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια του να κλείσω μια οικονομική εκκρεμότητα (μετ’ ατό επόρενα ασπαλιξείναι έναν τρυπίν). Επίσης χρησιμοποιείται για κάποιον που πέθανε (εσπάλτσεν τ’ ομμάτα), αλλά και για κάποιον που κατέστρεψε την οικογένειά του (εσπαλίεν τ’ οσπίτ’ν ατ’) , ή του έγινε κατάσχεση (εσπάλτσεν το μαγαζίν ατ’).
Επιπλέον, το ασπαλίζω έχει την έννοια του σκεπάζω (μετ’ έναν μαντήλ’ εσπάλτσεν τον πρόσωπον ατ’), ενώ μεταφορικά παίρνει και την έννοια του συγκαλύπτω μια μεμπτή πράξη ή συμπεριφορά.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.