Το τζουρώνω είναι ένα κοινό ρήμα της ποντιακής διαλέκτου. Στον αόριστο είναι ετζούρωσα, στην προστακτική τζούρα, τζούρωσον και η μετοχή είναι τζουρωμένος. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου σημειώνει ότι η κυριολεκτική σημασία του ρήματος είναι αδειάζω ένα δοχείο που περιέχει νερό.
Μεταφορικά η φράση τζούρα ’το σημαίνει σταμάτα να μιλάς, μιας και το στόμα νοείται ως δοχείο λόγου που πρέπει να αδειάσει. Κατ’ επέκταση σε σχέση με την κυριολεκτική σημασία του ρήματος η φράση τζουρώνω το νερόν σημαίνει ότι το πίνω όλο.
Όταν η αναφορά είναι σε κάποια πηγή τότε το ρήμα σημαίνει ότι εξαντλώ το νερό της, την κάνω να στερέψει – ο στίχος του ποντιακού τραγουδιού έχει ως εξής: Τρανόν λαγήν’ μη δίτ’ άτεν, ’ς σο νερόν μ’ απολύτ’ άτεν, | η νύφε εντροπαρία εν’, τζουρώνει το πεγάδιν. Στην παθητική φωνή σημαίνει στερεύω (ετζουρώθεν το πεγάδιν, τζουρωμένον νερόν), και κατ’ επέκταση σημαίνει και κάτι που σταμάτησε να αναβλύζει, να ρέει. Η σχετική παροιμία που χρησιμοποιείται για μια αμφίβολη φήμη έχει ως εξής: Ελάδ’ αν εν’ ανοίεται, νερόν αν εν’ τζουρούται (αν είναι λάδι απλώνει, αν είναι νερό στερεύει).
Συνεκδοχικά με τη φράση ετζουρώθεν το στόμα μ’ υπάρχει η φράση ετζουρώθεν η λαλία μ’, που σημαίνει κόπηκε η φωνή μου, δεν μπορώ να μιλήσω.
Όταν το ρήμα τζουρώνω χρησιμοποιείται για ζώο τότε σημαίνει ότι δεν έχει άλλο γάλα, και κατ’ επέκταση η φράση ετζουρώθεν τη χτηνί το γάλαν σημαίνει ότι στέρεψε το γάλα της αγελάδας.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.