Διαβάζοντας κανείς για τη Σμύρνη, αντιλαμβάνεται εύκολα ότι αναπόσπαστο κομμάτι της φυσιογνωμίας της ήταν η χαρά της ζωής και η κλίση των κατοίκων προς την ψυχαγωγία. Οι Σμυρνιοί ήξεραν να χαίρονται τη ζωή και –παράλληλα με τη φιλοπονία και τη σκληρή δουλειά– είχαν ενσωματώσει στη ζωή τους τη διασκέδαση. Κέντρα με ορχήστρες ευρωπαϊκές και άλλα με λαϊκές μπάντες, θέατρα, κινηματογράφοι, λέσχες «συναναστροφής», αποκριάτικοι χοροί, περίπατοι στο Κε, βεγγέρες και εκδρομές αποτελούσαν χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής των Σμυρνιών.
…ο κόσμος το βράδυ ήθελε πάντα να βρει έναν τρόπο για να διασκεδάσει…
Εις την προκυμαία υπήρχαν τόσα κέντρα με ορχήστρες που είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Εις του «Κρέμερ» υπήρχαν δύο ορχήστρες. Μία με κλασικά έργα και άλλη με μπουζούκια και τέτοια. Πλάγια ήταν το «Καφέ Φώτη», «του Κλωναρίδη» όπως το λέγαμε από μια μάρκα μπίρας που διέθετε. Και εκεί υπήρχαν δύο ορχήστρες. Μία πάλι με έργα κλασικά, δηλαδή Στράους και τέτοια, και η άλλη μαντολινάτα.
Η προκυμαία της Σμύρνης πριν από το 1922 – Στο βάθος διακρίνεται το ξενοδοχείο Κρέμερ (φωτ.: Βιβλιοθήκη του Αμερ. Κογκρέσου)
Λίγο πιο εκεί ήταν το «Καφέ ντε Παρί», το οποίο λειτουργούσε το καλοκαίρι. Άλλη ορχήστρα εκεί. Λίγο πριν από το «Καφέ ντε Παρί» ήταν η «Αλάμπρα» με μουσική με λαϊκά όργανα, σαντούρι κτλ. Προς την άκρη της προκυμαίας, προς το τέλος, ήσαν δύο κέντρα ακόμα. Το «Κόρσο», με ορχήστρα επίσης, και το «Λούνα Παρκ», με ορχήστρα. Δηλαδή αριθμούμε: δύο στου «Κρέμερ», δύο στο «Καφέ Φώτη», τέσσερις· δύο στο «Αλάμπρα» και στο «Καφέ ντε Παρί», έξι· και δύο τα άλλα, οκτώ.
Αλλά οι ορχήστρες δεν ήταν μόνο εις τα κέντρα της παραλίας. Και μέσα εις τις συνοικίες υπήρχαν ατελείωτα κέντρα με μουσικές.
Ένα από όλα αυτά τα κέντρα ήταν στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου, και λειτουργούσε χειμώνα-καλοκαίρι. Είχε και κλειστή αίθουσα και καλοκαιρινή. Εμείς τότε, παιδιά, πηγαίναμε απ’ έξω, για να ακούσουμε που παίζανε οι μουσικοί. […]
Στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου, στο Φαρδύ, όπως το λέγαμε, διότι ήταν φαρδύτερος ο δρόμος από τους άλλους –οι Τούρκοι δε το λέγανε Τσακιρτζίμπασι–, υπήρχε ένα καφενείο το οποίο είχε και αυτό μέσα ορχήστρα με λαϊκά όργανα. Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο το πρωί και επιστρέφοντας το μεσημέρι, όταν σχολάσαμε, τα όργανα συνέχιζαν να παίζουν και μας έκανε εντύπωση που έπαιζαν πρωί. Ρωτήσαμε κάπου εκεί τι συμβαίνει και μας είπαν ότι ήσαν ζωέμποροι, οι οποίοι έφεραν εις πέρας μια μεγάλη μεταφορά σφαγίων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας στη Σμύρνη· φαίνεται ότι κέρδισαν πολλά χρήματα και το γλεντούσαν.
Πήγαμε στο σπίτι μας, πήγαμε σχολείο το απόγευμα, έπαιζαν. Σχολάσαμε το βράδυ, συνέχιζαν. Πήγαμε την άλλη μέρα το πρωί σχολείο, συνέχιζαν. Δηλαδή αυτό το γλέντι κράτησε περίπου τριάντα έξι ώρες συνεχώς. Αυτή ήταν μια έκφραση του τρόπου ζωής. Δηλαδή εργασία πολλή, καλή δουλειά, αλλά και η διασκέδαση-διασκέδαση.
Δηλαδή ο κόσμος το βράδυ ήθελε πάντα να βρει έναν τρόπο για να διασκεδάσει. Και στα κέντρα της προκυμαίας, αλλά και στα κέντρα τα συνοικιακά, όπου, όπως είπα, υπήρχε μουσική, δεν ήταν κανείς υποχρεωμένος να καταξοδευτεί για να περάσει την ώρα του. Τα κέντρα της προκυμαίας είχαν και κάποιο είδος ζαχαροπλαστείου. Μπορούσες δηλαδή να πάρεις ένα γλυκό, μια πάστα παραδείγματος χάρη, και να καθίσεις ν’ απολαύσεις τη μουσική.
Επίσης στα κέντρα των συνοικιών μπορούσες να πάρεις και ένα ούζο σκέτο. Δεν ήταν λοιπόν υποχρεωμένος κανείς να ξεπαραδιαστεί για να μπορέσει να διασκεδάσει και να ξεδώσει από τους κόπους της ημέρας.
Υπήρχαν πολλές ακόμα ευκαιρίες για τους κατοίκους της Σμύρνης για ψυχαγωγία. Παραδείγματος χάρη, όταν έρχονταν θίασοι πρόζας ή μουσικής από την ελεύθερη Ελλάδα. Επίσης έρχονταν πολλοί θίασοι ξένοι – ιταλικοί, γαλλικοί, αλλά προπαντός ιταλικής όπερας, διότι η Σμύρνη είχε πάρα πολλά θέατρα, πολλά υπαίθρια και αρκετά χειμερινά.
Μεταξύ αυτών, το κόσμημα της Σμύρνης, ήταν το Θέατρο Σμύρνης, που ήταν μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου. […] Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου είχαν δημιουργηθεί πολλοί θίασοι στη Σμύρνη, από ηθοποιούς ντόπιους, Σμυρνιούς, οι οποίοι ήσαν καλλίφωνοι και δημιούργησαν μαζί με τον Σύλβιο και τον Καρακάση, που ήταν καλοί σκηνοθέτες, θιάσους, και προπαντός οπερέτας. […] Είχαμε επίσης πολλές πολυτελείς αίθουσες κινηματογράφων, όχι μόνο στην παραλία, αλλά και μέσα στις συνοικίες. Φυσικά οι ταινίες τότε ήσαν βουβές και συνοδεύονταν από υπόκρουση πιάνου.
Στη Σμύρνη υπήρχαν επίσης πολλές λέσχες στις οποίες μαζεύονταν τα μέλη, συζητούσαν, έπαιζαν χαρτιά, όχι μεγάλο τζόγο, δεν ήσαν λέσχες χαρτοπαικτικές, αλλά λέσχες συναναστροφής. Εκεί τα μέλη μπορούσαν να πάρουν το τσάι τους και να μιλήσουν μεταξύ τους για τις υποθέσεις τους.
Κορυφαία περίπτωση για τις λέσχες αυτές ήσαν οι χοροί που εδίνοντο τις Απόκριες, τόσο για να διασκεδάσουν τα μέλη, όσο και για να εισπράξουν οι λέσχες χρήματα και ν’ ανταποκριθούν στα έξοδά τους.
[…] ο κορυφαίος και ο κοσμικότερος χορός ήταν της Ελληνικής Λέσχης. Το εισιτήριο εκεί ακόμα και για τα μέλη ήταν τσουχτερό. Επίσης, κατά τη διάρκεια του χορού εγένοντο πλειστηριασμοί, ποιος θα προσέφερε δηλαδή τα περισσότερα χρήματα διά τους σκοπούς της Λέσχης. Σκοπός της Ελληνικής Λέσχης ήταν η ενίσχυση των φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που υπήρχαν στη Σμύρνη. […]
Επίσης υπήρχε το Σπόρτινγκ καθώς και η Νιου Κλαμπ, στην οποία σύχναζαν περισσότερο οι Άγγλοι και γι’ αυτό είχε και αγγλική ονομασία. Υπήρχαν, νομίζω, και άλλες δύο λέσχες των οποίων μου διαφεύγουν τα ονόματα.
- Γιώργος Θ. Κατραμόπουλος, Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 31995, σ. 47-53.
- Επιμέλεια: Τόνια Καφετζάκη.