Ίσως να σε έχουν αποκαλέσει σπίτι λαλαχάρ’κο, χαϊδευτικά: «Τη μάνας -ι- σ’ και τη κυρούς -ι- σ’ το λαλαχάρ’κον είσαι». Τι σημαίνει όμως αυτή η λέξη;
Λαλαχάρης είναι ο παραχαϊδεμένος. Λίγο πιο σκληρά, ο μαμόθρεφτος. Έτσι συναντάμε το επίθετο αυτό στην Οινόη, ενώ σε Κοτύωρα, Τραπεζούντα και Χαλδία απαντά ως λαλαχάρτς.
Θηλυκό: Λαλαχάραινα.
Ουδέτερο: Λαλαχάριν, λαλαχάρ’, λαλαχάρ(ι)κον, αλαλαχάρ(ι)ν, αλαλαχάρ(ι)κον.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.