Με την καρατόμηση της υπηρεσιακής υπουργού Δικαιοσύνης απάντησε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ σε αυτούς που αμφισβητούν την πολιτική του, και το διάταγμα που προβλέπει τον περιορισμό της εισόδου προσφύγων αλλά και πολιτών από επτά μουσουλμανικές χώρες. Η Σάλι Γέιτς, που είχε διοριστεί από τον Μπαράκ Ομπάμα, αρνήθηκε να εφαρμόσει τους νέους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και να τους υπερασπιστεί ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων.
«Πρόδωσε την υπηρεσία της με την άρνησή της να εφαρμόσει μια νόμιμη διαταγή» ήταν το σχόλιο του Λευκού Οίκου.
Μπορεί η αποχώρηση της υπηρεσιακής υπουργού να ήταν θέμα ημερών –ο Ντόναλντ Τραμπ περιμένει την έγκριση του Κογκρέσου για τον νέο υπουργό Τζεφ Σέσιονς–, ωστόσο η απομάκρυνσή της με εντολή του Λευκού Οίκου ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Μέσω Twitter ο πρόεδρος των ΗΠΑ πήγε και ένα βήμα παραπέρα, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς ότι επιχειρούν να βάλουν εμπόδια στην πολιτική του καθυστερώντας τους διορισμούς των υπουργών. Παράλληλα, επιτέθηκε στον Μπαράκ Ομπάμα: «Τώρα έχουν έναν Ομπάμα για υπουργό Δικαιοσύνης» έγραψε.
The Democrats are delaying my cabinet picks for purely political reasons. They have nothing going but to obstruct. Now have an Obama A.G.
— Donald J. Trump (@realDonaldTrump) January 31, 2017
Η αναφορά δεν είναι τυχαία καθώς ο μέχρι πρότινος πρόεδρος έχει δηλώσει «παρών» στην περίπτωση που επιχειρηθεί να αμφισβητηθούν αξίες και δικαιώματα, όπως συμβαίνει με το διάταγμα Τραμπ.
Από το 1973 είχε να καταγραφεί σύγκρουση ανώτατου δικαστικού με τον Λευκό Οίκο
Τη θέση στο υπουργείο Δικαιοσύνης, μέχρι να διοριστεί ο Τζεφ Σέσιονς, καταλαμβάνει ο Ντάνα Μπέντε, εισαγγελέας από τη Βιρτζίνια ο οποίος σε συνέντευξή του στην Washington Post ανέφερε πως πρόκειται να εφαρμόσει το προεδρικό διάταγμα.
Η ευθεία σύγκρουση της Σάλι Γκέιτς με τον Λευκό Οίκο είναι η πρώτη εδώ και δεκαετίες. Γενικά στην αμερικανική πολιτική σκηνή τέτοιου είδους κρίσεις με πρωταγωνιστές τους ανώτατους δικαστικούς και τον πρόεδρο των ΗΠΑ είναι σπάνιες. Το 1973 έχει καταγραφεί το πιο γνωστό περιστατικό με τον τότε υπουργό Έλιοτ Ρίτσαρντσον να αρνείται να υπογράψει την απόλυση του ειδικού εισαγγελέα που διερευνούσε το Watergate.