Η Κίνα και η Ρωσία θα πραγματοποιήσουν το επόμενο διάστημα στη Μεσόγειο ναυτικές ασκήσεις, κυρίως διάσωσης, αλλά το μήνυμα που εκπέμπεται από αυτήν τη στρατιωτική ενέργεια είναι πολλαπλό. Κυρίως, εισάγει μια νέα έννοια στο συνδυασμό στρατηγικής αντιπαράθεσης και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών – κυρίως των ισχυρότερων.
Η νέα έννοια, όπως περιγράφεται σε ένα εξαιρετικό άρθρο του Bloomberg, είναι ο Cool War, ο «δροσερός» δηλαδή «πόλεμος», ο οποίος έχει μεν στρατιωτική διάσταση αλλά ήπια, και δεν είναι κάτι σαν τον Cold War, τον Ψυχρό Πόλεμο, τον οποίο η ανθρωπότητα έζησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο οποίος οδήγησε σε μια κούρσα εξοπλισμών και ανάπτυξης πυρηνικού οπλοστασίου μεταξύ κυρίως των δύο τότε υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.
Η ιδέα του Ψυχρού Πολέμου, με την έννοια της «ανάσχεσης» («containment»), της Ρωσίας αυτήν τη φορά, δεν έχει εγκαταλειφθεί πλήρως. Το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs, το οποίο κατά παράδοση προλέγει τους προσανατολισμούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, δημοσίευσε πριν από λίγους μήνες σχετικό άρθρο. Ακολούθησε η απόφαση του ΝΑΤΟ να στείλει δυνάμεις σε χώρες κοντά στη Ρωσία σε μια εμφανή προσπάθεια στρατιωτικής περικύκλωσής της.
Αν και οι ενδείξεις υπάρχουν, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς μέχρι ποίου σημείου τα πράγματα θα οδηγηθούν σε μια νέα αντιπαράθεση Δύσης-Ανατολής. Μια τέτοια αντιπαράθεση θα είναι ευκολότερη αν τις επόμενες αμερικανικές εκλογές κερδίσει ο άλλος γιος του Τζοττζ Μπους, γενάρχη της οικογένειας Μπους, ο Τζεμπ, ο οποίος διεκδικεί το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Ένας από τους συμβούλους του είναι ο γνωστός Πολ Γούλφοβιτς, σύμβουλος και του αδελφού του, που μαζί με τους άλλους ιέρακες οδήγησαν στις περιπέτειες της Μέσης Ανατολής και του Αφγανιστάν.
Το εύλογο ερώτημα είναι ποια σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα, η οποία διέρχεται μια οικονομική κρίση που δεν είναι καθόλου πρωτοφανής αν δεχθούμε πως η ιστορία μιας χώρας δεν είναι οι εμπειρίες μιας γενιάς πολιτών της. Μάλλον κακή διαχείρισή της έχει γίνει, αν δει κανείς πώς άλλες χώρες, από την Κύπρο μέχρι την Πορτογαλία, κατάφεραν, παρά το γεγονός ότι υπέστησαν τους ίδιους περιορισμούς, να κάνουν βήματα εξόδου και να βρίσκονται αυτήν τη στιγμή πολύ πλησιέστερα προς το ξεπέρασμά της από ό,τι η χώρα μας.
Ένας ακραίος βολονταρισμός, κύριο ελληνικό γνώρισμα ακόμη και της νέας γενιάς («τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα»), σε συνδυασμό με πολιτικές αντιλήψεις διαχείρισης του κράτους που έχουν τις ρίζες τους στον τρόπο που λειτούργησαν οι ελληνικές κοινότητες στην Τουρκοκρατία, κράτησαν και συνεχίζουν να κρατούν δέσμια τη χώρα στη γενική καθυστέρηση. Οποιαδήποτε κριτική αυτών των πλευρών του κοινωνικού και πολιτικού μας βίου επισύρει το ανάθεμα μερίδας στρατευμένων πολιτών, κάτι που επιδεινώνει την προσπάθεια διαμόρφωσης κοινής συνείδησης που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις συναίνεσης προς μια πολιτική εξόδου.
Ένας επικίνδυνος μανιχαϊσμός διατρέχει την ελληνική κοινωνία («εμείς» και «αυτοί»), και το κακό είναι ότι αναπαράγεται με τη συμπεριφορά των κεντρικών πολιτικών προσώπων (συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης). Αυτό το χαρακτηριστικό, τις ρίζες του οποίου μπορεί να αναζητήσει κανείς στο 431 π.Χ., χρονολογία έναρξης του Πελοποννησιακού Πολέμου, είναι διαχρονικό γνώρισμα και δεν υπάρχει τρόπος να το υπερβούμε. Τουλάχιστον, ας μην το αναπαράγουμε σε ακραίο βαθμό.
Θα επανέλθω στα γεωπολιτικά με αφορμή την κινεζορωσική ναυτική άσκηση στη Μεσόγειο, αλλά θα ήθελα να κάνω ακόμη μία επισήμανση. Κανείς δεν γνωρίζει αυτήν τη στιγμή σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Ευρωζώνης για την επίτευξη συμφωνίας. Μόνον οι (εκατέρωθεν) διαχειριστές της υπόθεσης. Αλλά και σε ένα τόσο σοβαρό θέμα και ο τελευταίος βουλευτής ή κομματικό στέλεχος διατυπώνει την άποψή του, εκδηλώνοντας τη βούλησή του, προκαλώντας παράλληλα αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία με το κλίμα που διαμορφώνεται.
Και αν επισημανθεί ότι ο βολονταρισμός (ή βουλησιαρχία, επειδή «θέλω» σημαίνει και «μπορώ») δεν είναι ο κανόνας στις σχέσεις μεταξύ κρατών και διεθνών οντοτήτων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε τίθεται από τους «στρατευμένους» το ερώτημα: αξιοπρέπεια της ρήξης ή δουλοπρέπεια ενός συμβιβασμού; Πέραν του γεγονότος ότι συμβιβασμός σημαίνει σύγκλιση των πλευρών και αποτελεί κανόνα στις διεθνείς σχέσεις (ακόμη και πρώην κομμουνιστικών χωρών) αν το ενδεχόμενο ρήξης και απαλλαγής από τα «αποικιακά» δεσμά δεν έχει επιπτώσεις στην επιδείνωση της ζωής των Ελλήνων πολιτών, αναρωτιέται κανείς γιατί η κυβέρνηση δεν οδηγεί προς τα εκεί τις εξελίξεις μια ώρα γρηγορότερα; Αν όμως, όπως είναι και το πιθανότερο, μια ρήξη θα έχει δραματικές επιπτώσεις σε ζητήματα υγείας, παιδείας, καθημερινής διαβίωσης των πολιτών –κυρίως των ασθενέστερων τάξεων– τότε για ποια αξιοπρέπεια μιλάμε; Γιατί είναι αξιοπρεπής η ζωή ενός ανθρώπου που δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη; Η ρήξη για τη ρήξη μπορεί να είναι μια επαναστατική φαντασίωση που να δίνει υπαρξιακό νόημα στη ζωή νέων ανθρώπων, αλλά οι κοινωνίες αναζητούν ένα σημείο ισορροπίας για να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Και ας προσέξουμε και μια άλλη διάσταση της εξόδου από το ευρώ. Ας αναρωτηθούμε αν θα ωφεληθούν περισσότερο οι Έλληνες πολίτες ή οι οικονομικά ισχυρότεροι εξ αυτών, οι οποίοι έχουν ήδη τα χρήματά τους στο εξωτερικό, και θα μπορούν να πετύχουν πολλαπλάσια οφέλη με το νέο νόμισμα έναντι πινακίου φακής.
Η σχέση των γεωπολιτικών εξελίξεων (όπως προδιαγράφονται με τη ρωσοκινεζική ναυτική άσκηση) με τα καθ’ ημάς, έγκειται στο ότι η ισορροπία στην περιοχή αρχίζει να μεταβάλλεται, χωρίς να οδηγεί σε σύγκρουση, την οποία οι ανερχόμενες δυνάμεις δεν επιθυμούν. Ανησυχία θα υπάρξει, όπως και αυξανόμενο ΝΑΤΟϊκό ενδιαφέρον για την περιοχή, αλλά αυτό δεν σημαίνει πάντοτε πως το ενδιαφέρον αυτό θα αποβεί θετικό προς την Ελλάδα. Όσο σκληρότερο γίνεται το παιχνίδι, τόσο πιο αποφασισμένες θα είναι οι κύριες δυνάμεις που το διαδραματίζουν στην επιβολή των όρων διεξαγωγής του, ακόμη και εντός των συμμαχιών τους. Ας μην ανησυχεί κανείς, δεν μιλάμε για εξελίξεις που θα οδηγήσουν σε ψυχροπολεμική αντιπαράθεση. Αλλά όπως εύστοχα παρατηρεί το Bloomberg, σε έναν «δροσερό» («cool») πόλεμο. Αντιπαράθεση δηλαδή στρατηγική, αλλά και οικονομική συνεργασία. Αυτό δεν κάνει η Κίνα με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και σε έναν άλλο βαθμό και η Ρωσία;
Αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την Ευρώπη αφού δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον τρόπο που λειτουργεί η Ευρώπη αλλά έχει την οικονομική ανάγκη της;
Ένας «cool war», δηλαδή, μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και Ευρωζώνης. Στρατηγική αντιπαράθεση αλλά και οικονομική συνεργασία.