Η ιστορία της ελληνικής παρουσίας στη Φάτσα – ή Φασιδάνη, όπως αναφέρει την πόλη ο Περικλής Τριανταφυλλίδης στο έργο του Φυγάδες, περιγράφοντας τη βυζαντινή εποχή–, είναι μια διαδρομή βαθιά ριζωμένη στον χρόνο, στις μνήμες και στη συλλογική ταυτότητα του ποντιακού ελληνισμού.
Από τον 17ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου, οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής άλλοτε εξισλαμίζονταν, άλλοτε μετοικούσαν στην ενδοχώρα και συχνά κατέφευγαν στην Αργυρούπολη, όπου εργάζονταν ως μεταλλωρύχοι. Πολλές οικογένειες έφταναν επίσης στην Κωνσταντινούπολη και στα παράλια της Νότιας Ρωσίας, αναζητώντας ασφάλεια και προοπτική.
Στη Φάτσα, αλλά και στα γύρω χωριά, η παρουσία ελληνικών οικογενειών ενισχύεται ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Γύρω στο 1860 αναφέρονται περίπου 800 ελληνικές οικογένειες, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα στην περιοχή υπήρχαν εννέα ελληνικά χωριά. Το 1900 η πόλη αριθμούσε περίπου 1.500 Έλληνες, 350 Αρμένιους και 1.000 Τούρκους.
Η ελληνική κοινότητα, στην οποία συσπειρώνονταν και οι Έλληνες που έφθαναν από την Οινόη, την Τοκάτη και άλλες περιοχές, ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και εκπαιδευτική δραστηριότητα. Το 1905 οι Έλληνες της Φάτσας ίδρυσαν αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, χρηματοδοτώντας οι ίδιοι τα δίδακτρα, τις ανάγκες της εκκλησίας και την κάλυψη δωρεών προς οικογένειες που είχαν ανάγκη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πνευματικής και κοινοτικής άνθησης, το 1908 ιδρύθηκε και το αναγνωστήριο «Η Ομόνοια» – μια πρωτοβουλία που αναδεικνύει τον φιλοπρόοδο χαρακτήρα των Ελλήνων της Φάτσας. Τεκμηριώνεται μάλιστα σε αναφορά του Έλληνα προξένου της Αμισού προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (2 Δεκεμβρίου 1908), γεγονός που υπογραμμίζει τον ενεργό και οργανωμένο ρόλο της κοινότητας.
Στη Φάτσα λειτουργούσε επίσης ορθόδοξη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ενώ σημαντικό μέρος της κοινότητας αποτελούσαν οι ευκατάστατοι Έλληνες εμπορομεταλλωρύχοι. Οι κάτοικοι διατηρούσαν άριστες σχέσεις με την ελληνική κοινότητα της Αργυρούπολης, με την οποία συνδέονταν στενά οικονομικά και κοινωνικά.
Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Φάτσα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας. Οι κάτοικοί της έζησαν την οδύνη της Γενοκτονίας και της αναγκαστικής φυγής· οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν αργότερα σε χωριά και πόλεις των νομών Δράμας, Πιερίας και Θεσσαλονίκης, μεταφέροντας μαζί τους μνήμες, ιστορίες και οικογενειακά βιώματα από την αλησμόνητη πατρίδα.
Η ιστορία της Φάτσας δεν είναι απλώς μια καταγραφή αριθμών και γεγονότων· είναι η απόδειξη της αντοχής, της συνοχής και της παιδευτικής δύναμης ενός ελληνισμού που, παρότι ξεριζώθηκε, δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί τις πολιτιστικές του ρίζες.
















