Ο Άγιος Ειρήναρχος έζησε στα χρόνια του σκληρού διωγμού των χριστιανών υπό τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος δημιούργησε μέχρι και διάταγμα στην προσπάθειά του να εξαλείψει το χριστιανισμό.
Καταγόταν από τη Σεβάστεια και μεγάλωσε σε μια οικογένεια βαθιά ριζωμένη στην ειδωλολατρία. Από μικρός είχε μάθει όχι μόνο να μην αγαπά, αλλά να αποστρέφεται τους χριστιανούς, θεωρώντας τους εχθρούς των θεών και της τάξης της εποχής.
Έτσι, όταν ενηλικιώθηκε, βρέθηκε να υπηρετεί ενεργά στους διώκτες των χριστιανών, συμμετέχοντας στη σύλληψη και στον βασανισμό όσων ομολογούσαν πίστη στον Χριστό.
Ωστόσο, αυτό που θα άλλαζε ριζικά τη ζωή του Ειρήναρχου δεν ήταν κάποια διδασκαλία ή λόγος, αλλά η καθημερινή επαφή του με τους μάρτυρες.
Όσο τους έβλεπε κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων τους, τόσο περισσότερο τον συγκλόνιζε η στάση τους. Άνθρωποι πράοι, ειρηνικοί και βαθιά ταπεινοί, που όμως έδειχναν ακατάβλητη δύναμη, αντοχή και ατράνταχτη πίστη.
Ιδιαιτέρως οι γυναίκες –που με αξιοθαύμαστη καρτερία υπέμεναν τις φρικτές τιμωρίες– εντυπωσίαζαν τον Ειρήναρχο, κάνοντας ρωγμές στον μέχρι τότε σκληρό και αμετάπειστο χαρακτήρα του.
Αυτό που θεωρούσε αδυναμία, άρχισε να το βλέπει ως μεγαλείο. Κάτι άρχισε να φωτίζει την ψυχή του.
Η εσωτερική του μεταβολή κορυφώθηκε τη στιγμή που επτά χριστιανές γυναίκες υποβάλλονταν σε απάνθρωπα μαρτύρια. Αντί να λυγίσουν, παρέμεναν ακλόνητες, παραδίδοντας ένα μάθημα πίστης και αυταπάρνησης.
Τότε ο Ειρήναρχος δεν άντεξε άλλο να ζει διχασμένος ανάμεσα στη συνείδησή του και στο καθήκον που του επέβαλλε η ειδωλολατρική εξουσία. Με θάρρος και πλήρη επίγνωση των συνεπειών, ομολόγησε δημόσια την πίστη του στον Χριστό.
Η πράξη αυτή ήταν για εκείνον η αρχή του τέλους, αλλά και η αρχή της αιώνιας ζωής. Συνελήφθη αμέσως ως αποστάτης και οδηγήθηκε σε καταδίκη. Ο θάνατος που του επιβλήθηκε ήταν ο αποκεφαλισμός, ποινή συνηθισμένη για όσους θεωρούνταν επικίνδυνοι για το καθεστώς.
Κι όμως, ο Ειρήναρχος αντιμετώπισε την απόφαση όχι με φόβο, αλλά με αγαλλίαση, βέβαιος ότι ακολουθούσε πλέον το δρόμο των μαρτύρων που τόσο τον είχαν εμπνεύσει. Το μαρτύριό του τελέστηκε το 303 μ.Χ.
Υμνολογία
Η Εκκλησία τίμησε τη θυσία του με ύμνους που διασώζουν το μεγαλείο του:
«Τον Ειρήναχον η φονεύτρια σπάθη / Σω Σώτερ Ειρήναρχε συντάττει μέρει»,
ενώ για τις επτά γυναίκες που τον οδήγησαν στην ομολογία της πίστης αναφέρεται:
«Έδειξε νεκράς εν Σεβαστεία πόλει / Γυναίκας επτά πανσεβάστους το ξίφος».
Ο Άγιος Ειρήναρχος υπήρξε ζωντανό παράδειγμα, ότι ακόμη και μια καρδιά που έχει γαλουχηθεί με μίσος μπορεί, όταν αντικρίσει το αληθινό φως, να αλλάξει ριζικά.
















