Ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε νόμο που τερματίζει τη μακροβιότερη δημοσιονομική κρίση στην ιστορία των ΗΠΑ, διάρκειας 43 ημερών, η οποία είχε αφήσει πάνω από ένα εκατομμύριο δημοσίους υπαλλήλους απλήρωτους και είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε βασικές κρατικές υπηρεσίες.
Ο νόμος, που εγκρίθηκε από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων με 222 ψήφους υπέρ και 209 κατά, παρατείνει τον ισχύοντα προϋπολογισμό ως τα τέλη Ιανουαρίου και προβλέπει την επιστροφή των απολυμένων υπαλλήλων στις θέσεις τους, καθώς και χρηματοδότηση του προγράμματος επισιτιστικής βοήθειας (SNAP) έως τον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο, το κείμενο δεν δίνει σαφείς εγγυήσεις για τη συνέχιση των επιδοτήσεων του “Obamacare”, του ομοσπονδιακού νόμου των ΗΠΑ που είχε ψηφιστεί το 2010 και είχε ως στόχο να κάνει την ασφάλιση υγείας πιο προσιτή σε περισσότερους ανθρώπους, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών.
Ορισμένοι γερουσιαστές του κόμματος, που συντάχθηκαν με τους Ρεπουμπλικάνους για να περάσει ο νόμος, κατηγορήθηκαν από συναδέλφους τους για «υποχώρηση» και «προδοσία» των εργαζομένων.
Απευθυνόμενος στους Ρεπουμπλικάνους στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ διακήρυξε πως «η χώρα ποτέ δεν τα πήγαινε καλύτερα» και κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς για «πολιτικά παιχνίδια» που, όπως είπε, «παρέλυσαν άδικα τη χώρα».
Οι Δημοκρατικοί, από την πλευρά τους, ζητούν νέα ψηφοφορία για την παράταση της χρηματοδότησης του Obamacare, προειδοποιώντας ότι χωρίς αυτήν, το κόστος ασφάλισης θα μπορούσε να διπλασιαστεί ως το 2026 για 24 εκατομμύρια Αμερικανούς.
















