Χτισμένη στα ανατολικά του Χαρσιώτη ποταμού, η Ελεβή ήταν κωμόπολη της Επαρχίας Κερασούντας και απείχε περίπου 10 χλμ από την Τρίπολη του Πόντου. Η τοποθεσία της, ανάμεσα σε Κερασούντα και Τραπεζούντα, την είχε καταστήσει σε μεγάλο εμπορικό κέντρο, ωστόσο οι κάτοικοι εκτός από το εμπόριοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το 1914 ο πληθυσμός της ήταν 3.000 κάτοικοι από τους οποίους οι 700 ήταν Έλληνες. Στην κωμόπολη υπήρχε ορθόδοξη εκκλησία και δημοτικό σχολείο.
Δύο χρόνια μετά, το 1916, οι Έλληνες κάτοικοι της Ελεβής (σήμερα Görele) εκτοπίστηκαν με το πρόσχημα της ρωσικής προέλασης έως την Τραπεζούντα, στο εσωτερικό του Πόντου. Μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών, ελάχιστοι από τους Ελεβηνούς κατάφεραν να διαφύγουν στη Ρωσία και την Ελλάδα.
Την εκτόπιση των Ελλήνων της Ελεβής έχει περιγράψει με συγκλονιστικό τρόπο ο Παναγιώτης Τουμανίδης, ένα από τα ορφανά που επέζησαν.
≈
Ο Ρωσικός στρατός μετά την κατάληψη της Τραπεζούντος συνεχίζοντας την προέλασή του επλησίασε στις αρχές του Ιουνίου του 1916, προς την Ελεβήν. Οι Τουρκικές αρχές, επειδή θεωρούσαν ως επικείμενη την κατάληψή της, διέταξαν όλον τον ελληνικό πληθυσμό της να εγκαταλείψη μέσα σε δυο μέρες την πόλη.
Στα αγωνιώδη ερωτήματα των δικών μας γιατί έλαβαν αυτή την τόσο σκληρή εις βάρος των απόφαση, με εκδικητικό σαδισμό χαιρέκακα απαντούσαν: «Ταϊνίζ κελίορ, Ταϊνιζί ιστιορσουνούζ κιορμεγέ, ιστέ κιορετσέκσινίζ». (Ο θείος σας έρχεται, θέλατε να δήτε τον θείον σας, ε! τώρα θα δήτε). (Με τον «θείον» σας υπονοούσαν τους Ρώσους).
Όλος ο ομογενής πληθυσμός χωρίστηκε τότε σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα εξαπεστάλη διά ξηράς στην Τρίπολη χωρίς να μπορέση να συναποκομίση –επειδή έλειπαν τα μεταφορικά μέσα– ούτε τα στοιχειώδη απαραίτητα από την εγκαταλειπόμενη περιουσία του. Εκεί έτυχαν αδελφικής φιλοξενίας και παρέμειναν πέντε μήνες περίπου, δηλ. μέχρι τις 16 Νοεμβρίου του 1916, οπότε και υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τους βίαια εκτοπισθέντας Τριπολίτας, την τραγική τύχη των οποίων εξ ολοκλήρου συμμερίσθηκαν.
Για τη μεταφορά του δεύτερου τμήματος που απαρτιζόταν το περισσότερο από γέρους, γυναίκες και παιδιά, διέθεσαν –κατά παράδοξη συγκατάβαση– τρία ιστιοφόρα, στα οποία και επιβιβάστηκαν παίρνοντας μαζί τους τα όσα τους ήσαν απολύτως αναγκαία. Όταν έφθασαν στην Τρίπολη διεπίστωσαν με βαθειά οδύνη ότι οι Τουρκικές αρχές αυστηρά απέκλεισαν αποβίβασή των στην πόλη.
Παρά τις παρακλήσεις, τις διαμαρτυρίες και τους κοπετούς και τους θρήνους των γυναικοπαίδων, τους εξανάγκασαν να συνεχίσουν το ταξίδι των. Και είναι βέβαιο πως δεν θα τους άφησαν να προσεγγίσουν μήτε και στην Κερασούντα, εάν ένα τυχαίο περιστατικό δεν ανέτρεπε τις δόλιες προθέσεις των Τούρκων.
Όταν έφθασαν στην παράλληλη το ποταμού Ακ-Σουΐ που εκβάλλει κοντά στην Κερασούντα, ειδοποιήθησαν με σήματα δοθέντα από την ξηρά, για την εμφάνιση πολεμικών μονάδων του Ρωσικού στόλου. Καταθορυβημένοι οι Τούρκοι γρήγορα προσεγγίζουν στην ξηρά, αποβιβάζουν τους επιβάτες των και απομακρύνονται γοργά για να αποκρύψουν τα πλοία των. Από αυτόν τον πανικό και τη σύγχυση επωφελήθηκαν οι ομογενείς επιβάτες και σκορπίστηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Και ολίγοι μεν από αυτούς ακολούθησαν το δρόμο προς την Γαράσαρην, οι δε υπόλοιποι εισχώρησαν λαθραία στην πόλη της Κερασούντος.
Μετά τετράμηνη παραμονή των στην Κερασούντα και ακριβώς τον καιρό που εκτοπίζονταν οι Τριπολίται οι Τούρκοι και πάλιν τους θυμήθηκαν.
Έπιασαν και τους συγκέντρωσαν όλους μέσα σ’ ένα σχολείο με την πρόθεση να τους εξαποστείλουν στο Τοκάτ.
Την επομένην εγκατέλειψαν την Κερασούντα και ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο πήραν την άγουσαν στην Ορδού.
Ένα βράδυ, καθώς προχωρούσαν, συνέβη το ακόλουθο περιστατικό στον Στάθην Χονδροματίδην, που δίνει ανάγλυφη την εικόνα της δραματικής καταστάσεως και της εξαθλιώσεως, αλλά και της απογνώσεως στην οποίαν είχαν περιέλθει. Είχαν φθάσει στον ποταμό Εσκή Παζάρ, στις όχθες του οποίου και κατασκήνωσαν για να διανυκτερεύσουν έξω στο ύπαιθρο. Όπως εκοιμώντο κοντά στους άλλους και τα μέλη της 9μελούς οικογενείας του Στ. Χονδροματίδη, όλα παιδιά 3 έως 16 χρονών, κάποιος περαστικός διαβάτης έκλεψε χωρίς να γίνη αντιληπτός το πάπλωμα που σκέπαζε τα παιδιά, και τα άφησε εκτεθειμένα στη νυκτερινή παγωνιά. Τα μικρά σε λίγο τουρτουρίζοντα άρχισαν γοερά να κλαίνε και να φωνάζουν. Βαθιά επηρεασμένος ο πατέρας των από το θέαμα των δυστυχισμένων παιδιών του κατελήφθηκε από στυγνήν απελπισία και άρχισε ο ίδιος να φωνάζη: «Δεν αντέχω πλέον να βλέπω τα παιδιά μου δυστυχισμένα, γυμνά και πεινασμένα». Σε μια στιγμή σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε δυνατά: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με». Και προτού προλάβουν να τον συγκρατήσουν έτρεξε και έπεσε στο ποτάμι. Αναστατώθηκε όλη η κατασκήνωση και άρχισαν πολλοί να φωνάζουν και να ζητούν βοήθεια. Τέλος του έρριξαν ένα σχοινί για να τον σώσουν, αλλ’ εκείνος επίμονα αποποιήθηκε τη βοήθεια. Τότε μερικοί από τους πιο τολμηρούς έπεσαν στο ποτάμι και με τη βία τον ανέσυραν στην ξηρά, μισοπαγωμένον και τελείως εξαντλημένον.
Οι ομογενείς της Ορδούς μόλις έμαθαν την άφιξη των, το δυσάρεστο επεισόδιο αλλά και τη δραματική κατάσταση, έσπευσαν με συγκινητική προθυμία να τους παρηγορήσουν και να τους βοηθήσουν συγχρόνως, φέρνοντας άφθονα τρόφιμα και ρουχισμό. Την επομένη αναχώρησαν ακολουθώντας το δρόμο των μεσογείων. Η κακοκαιρία επεδεινώθη και σε λίγο μετετράπη σε σφοδρή χιονοθύελλα.
Μετά σκληρές και περιπετειώδεις δοκιμασίες έφθασαν στο Πανδοχείο Μέσαλι Χαν, στο οποίον και παρέμειναν τρεις μέρες. Στο μεταξύ η πείνα, η ψειρίαση και οι ασθένειες εμεγάλωσαν τα βάσανα και τις δοκιμασίες των και αφόρητη κατάντησαν την ζωήν των.
Και πάλιν οι ομογενείς της Ορδού, παρά τη σφοδρή κακοκαιρία και τα χιόνια, έστειλαν ένα καραβάνι με τρόφιμα και άλλα χρειώδη, τα οποία πολύ τους ανεκούφισαν.
Όμως και παρά την αδελφική βοήθεια των Ελλήνων της Ορδούς η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες και διαβήματα των Ομογενών της Ορδούς, δόθηκε η έγκριση και με υποζύγια μεταφέρθηκαν οι ασθενείς στην Ορδού. Οι άλλοι ακολούθησαν το δρόμο της εξορίας, όπου επί τρία και πλέον χρόνια εγνώρισαν φρικτές και απερίγραπτες δοκιμασίες, αφόρητη πείνα, δυστυχία και εξαθλίωση, όπως και οι μαρτυρικοί Τριπολίτες. Αποδεκατιζόμενοι συνεχώς σκορπίσθηκαν μέσ’ στην ενδοχώρα του Πόντου και κατά διάφορες περιόδους άλλοι μεν διαφυγόντες ανεχώρησαν στη Ρωσία και άλλοι με την ανταλλαγή στην Ελλάδα.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η Ιστορία της εκτοπίσεως των μαρτυρικών αδελφών μας της Ελεβής όπως μου την εξέθεσε ο Παναγιώτης Τουμανίδης με γραπτό μου σημείωμα.
Πηγές