Μ’ ένα βλέμμα που περιπλανιόταν ανάμεσα στο φως και τη σκιά, η Κατερίνα Γώγου, η ηθοποιός που ο κόσμος γνώρισε κυρίως μέσα από δεύτερους ρόλους στον ελληνικό κινηματογράφο έκρυβε μέσα της έναν πυρήνα ανυπότακτου ποιητή και συγγραφέα, που σάρωσε τα όρια της δημόσιας εικόνας και ενέδωσε στα σκοτεινά της πάθη.
Η Κατερίνα Γώγου υπήρξε μια εμβληματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης με έντονη πολιτική και κοινωνική δράση.
Έζησε και έγραψε με μια σπάνια αυθεντικότητα, πληρώνοντας το τίμημα αυτής της αλήθειας με το ίδιο της το σώμα. Ήταν μια φωνή που ακόμα και σήμερα συνεχίζει να συγκλονίζει και να εμπνέει.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το έκανε στην ταινία Ο Άλλος, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε κυρίως σε παραγωγές της Finos Film, οι οποίες σημάδεψαν τον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής. Η ερμηνεία της στην ταινία Το Βαρύ Πεπόνι του πατέρα της κόρης της Παύλου Τάσιου, της χάρισε το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος της ταινίας –μια έκφραση που στην καθομιλουμένη αναφέρεται στον άντρα που παριστάνει τον «σκληρό» ή «μάγκα»– σχολιάζει με ειρωνεία τους ρόλους και τα στερεότυπα.
Το κοινό τη γνώρισε ευρέως ως ατίθαση συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο. Η σκηνή και η ποίηση δεν ήταν δύο παράλληλοι κόσμοι γι’ αυτήν, αλλά ένα σταυροδρόμι. Κάθε στίχος της, όταν αργότερα ασχολήθηκε με την ποίηση, κουβαλούσε ένα σώμα που κάποτε υποδύθηκε εκείνο το κορίτσι στις μετέπειτα ταινίες της Φίνος Φιλμ, Νόμος 4000, Δεσποινίς Διευθυντής, Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια και τόσες άλλες –αλλά μέσα σε εκείνη την εικόνα υπήρχε ένα υπόστρωμα. Ο πόθος της να ζήσει πέρα από τους ρόλους της.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Πίσω από αυτό το χαριτωμένο κορίτσι, το λίγο πεταχτούλι, το λίγο επιπόλαιο, το λίγο αλλοπρόσαλλο των ταινιών, υπήρχε η Κατερίνα η πραγματική: γυναίκα που περπάτησε στα στενά της τέχνης και του δρόμου, που συχνά αισθάνθηκε πως το πραγματικό της όνομα δεν χωρούσε στη θεατρική σκηνογραφία της ελληνικής φήμης.
Από νωρίς είχε μάθει ότι το ταλέντο δεν επαρκεί. Ότι οι λέξεις, οι ρόλοι, οι προβολείς –όλα αυτά μπορούν να σε αναγάγουν ή να σε εξορίσουν.
Κάποτε επέλεξε να απομακρυνθεί σταδιακά από τις εμπορικές λογικές, αφιερώνοντας τις δυνάμεις της σε ποιητικά κείμενα που αιχμαλώτιζαν την αγωνία, την αντίφαση, τον οριακό έρωτα, την πτώση και τη μοναξιά. Από εκείνη τη μεταμόρφωση γεννήθηκαν έργα όπως Τρία Κλικ Αριστερά, Ιδιώνυμο, Απόντες, Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών, Νόστος και μετά θάνατο, Με λένε Οδύσσεια. Σ’ αυτά τα βιβλία, η Κατερίνα δεν έγραφε για να γίνει «αναγνωρίσιμη», έγραφε για να υπάρξει.
«Είναι πολλά πράγματα μπλεγμένα μέσα μου. Ξέρω μόνο πως έχω μεγάλες κεραίες. Θα ζω, θα κινούμαι πάντα, θα αγωνίζομαι. Με κάθε τρόπο. Είτε γράφοντας, είτε καταπίνοντας φωτιές, είτε ανοίγοντας τις πόρτες της φυλακής», έγραφε η ίδια.
Μέσα από την ποίησή της, ανέδειξε τη βαθιά της αντίσταση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Η γραφή της ήταν επαναστατική, σκληρή, χωρίς φίλτρα.
Δηλωμένη αναρχική, εξέφρασε με πάθος τις πολιτικές της θέσεις μέσα από ποιήματα όπως «Υπερασπίζομαι την Αναρχία» και «Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά».
Το γνωστότερο των βιβλίων της, το Τρία Κλικ Αριστερά, μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1983 από τον Jack Hirschman και εκδόθηκε στο Σαν Φρανσίσκο από τις εκδόσεις Night Horn Books. Το ίδιο έργο μεταφράστηκε και στα τουρκικά το 2018 από τον συγγραφέα Μαχίρ Εργκούν και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Belge στην Κωνσταντινούπολη.
Αναρχική –ή άναρχη– ψυχή
Υπήρξε ενεργό μέλος του αναρχικού κινήματος, κυρίως στα Εξάρχεια, όπου στήριζε πολιτικούς κρατούμενους και συμμετείχε σε δράσεις για την απελευθέρωσή τους. Συνελήφθη αρκετές φορές. Μάλιστα, είχε βρεθεί κατηγορούμενη –χωρίς στοιχεία– για πιθανή εμπλοκή στη δολοφονία δύο αστυνομικών από τη 17 Νοέμβρη, υπόθεση για την οποία τελικά απαλλάχθηκε. Η σχέση της με την Αστυνομία ήταν πάντα συγκρουσιακή. Είχε καταθέσει μήνυση όταν δέχτηκε επίθεση από αστυνομικούς σε διαδήλωση.
Πέρασαν χρόνια. Η Κατερίνα είδε φίλους της να φεύγουν, είδε την ίδια να πέφτει στον πειρασμό, αρχικά του αλκοόλ και αργότερα των εξαρτήσεων. Η μοναξιά της δεν ήταν απλά μία σκιά στη ζωή της. Την είχε κυριεύσει.
Έλεγε και ξανάλεγε όπως έγραφε και στα βιβλία της: «Είναι πολλά πράγματα μπλεγμένα μέσα μου. Ξέρω μόνο πως έχω μεγάλες κεραίες»… Οι κεραίες της ήταν ευαίσθητες -δέχονταν θόρυβο, πόνο και θλίψη. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά για πολλά χρόνια, η Κατερίνα Γώγου «έσβησε» στις 3 Οκτωβρίου του 1993. Βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της, από υπερβολική δόση.
Η κόρη της Μυρτώ Τάσιου και το τραγικό τέλος
Μέσα σε όλα αυτά τα σκοτάδια υπήρχε και η ηλιαχτίδα της. Η κόρη της, η Μυρτώ Τάσιου. Όπως η μητέρα της, η Μυρτώ προσπάθησε να ζωγραφίσει, να γράψει, να χαράξει έναν δρόμο δικό της. Αλλά δεν ζούσε χωρίς τα βαρίδια της κληρονομιάς.
Η ίδια η Μυρτώ, είχε γράψει στο βιογραφικό της σημείωμα στην πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο Η Αλίκη δε μένει πια εδώ:
«Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1967. Μητέρα µου είναι η Κατερίνα Γώγου, ηθοποιός και ποιήτρια. Πατέρας µου είναι ο Παύλος Τάσιος, σκηνοθέτης. Και οι δύο πέθαναν νέοι. Όταν ήµουν µικρή, πήγα στη Σχολή Μοντεσόρι και µετά έβγαλα µια καλών τεχνών, γιατί είχα πάθος για τη ζωγραφική. Μετά ειδικεύτηκα στη βυζαντινή τέχνη. Άρχισα να δουλεύω µε τον Μιχάλη Αγγελιδάκη. Στο µεταξύ έκανε µπαµ η επιτυχία της Κατερίνας. Δυστυχώς έφερε αντίθετα αποτελέσµατα. Άρχισε να πίνει και να αυτοκαταστρέφεται µε όλους τους τρόπους. Ένιωθα ενοχές που δεν µπορούσα να τη βοηθήσω και µπλέχτηκα κι εγώ µέσα. Ο πατέρας µου µε παρακολουθούσε διακριτικά. Μου έκανε την πρόταση να πάω στην κοινότητα Saman στο Παλέρµο κι εγώ δέχτηκα. Ένα χρόνο µετά το θάνατο της Κατερίνας άρχισα να παίρνω τα πάνω µου. Ξανάρχισα να ζωγραφίζω και να γράφω. Έβλεπα το µέλλον µου µε διαφορετικό τρόπο. Όλες οι αναµνήσεις έγιναν πεταλούδες, πέρασαν. Είκοσι χρόνια πέταξαν. Το µόνο που ζητάω είναι να ζήσω ελεύθερη χρωµατιστά».
Όταν η Μυρτώ «έφυγε» στα 48 της, σε ένα ταξίδι της από το Παλέρμο στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 2015, όλα χάθηκαν. Όλα, εκτός από τα σκοτάδια αυτών των δύο γυναικών που «ζούσαν» μέσα από τα ποιήματα της Κατερίνας και τις ζωγραφιές της Μυρτούς.
Κάλλια Λαμπροπούλου