Το τελευταίο βίαιο επεισόδιο σε ένα δεκαετές ολοκαύτωμα που είχε στο στόχαστρο (και) τους χριστιανούς της Μικρασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή και η επακόλουθη καταστροφή της Σμύρνης. Το καθοριστικό αυτό γεγονός που επέτρεψε στους Τούρκους να επιτύχουν την απομάκρυνση των Ελληνορθόδοξων απ’ όλη την περιοχή· το επισφράγισαν η Σύμβαση και η Συνθήκη της Λοζάνης.
Μια από τις λιγότερο γνωστές σελίδες του βίαιου ξεριζωμού μετά τον Σεπτέμβριο του 1922 είναι η προσφυγιά των Καππαδοκών από τα βάθη της Μικράς Ασίας – στην πλειοψηφία τους τουρκόφωνοι μετά τη διείσδυση των Τούρκων και την οριστική κατάληψη της Καππαδοκίας.
Από τον 16ο αιώνα αποκαλούνται Καραμανλήδες. Παρά το γεγονός ότι «έχασαν» τη γλώσσα (και όχι την πίστη τους σε αυτό το δίλημμα επιβλήθηκε), στον γραπτό λόγο χρησιμοποιούσαν ελληνόγλωσση γραφή. Τα καραμανλίδικα ενσωματώθηκαν και στους εκκλησιαστικούς ύμνους και στις θρησκευτικές τελετές.
Αυτοί οι πληθυσμοί είχαν την τύχη να μη υποστούν τη μαζική, κτηνώδη βία που δοκίμασαν οι Έλληνες σε άλλες περιοχές, όμως με την υποχρεωτική ανταλλαγή που προέβλεπαν τα όσα συμφωνήθηκαν στη Λοζάνη γνώρισαν το σπαραγμό της αποκοπής από τον γενέθλιο τόπο.
Η Έξοδος
Η έξοδος των Ελλήνων της κεντρικής Μικρασίας συνιστά το σιωπηλό έπος του οργανωμένου ξεριζωμού από τις προαιώνιες εστίες. Η ειδοποίηση για την αναχώρηση από τις αρμόδιες Επιτροπές Ανταλλαγής, με καταληκτική προθεσμία του καλοκαίρι του 1924, έπεσε σαν κεραυνός σε εκείνα τα χωριά της Καππαδοκίας.
Οι περισσότεροι πληθυσμοί, καθώς ήταν διεσπαρμένοι σε σχετικά απομονωμένους οικισμούς, δεν είχαν σαφή ιδέα για την υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής και, ζώντας σε ανεκτές συνθήκες ειρηνικής ζωής, τους ήταν αδιανόητος ο εν ψυχρώ ξεριζωμός τους.
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής, οι ανταλλάξιμοι είχαν το δικαίωμα κατά την αναχώρησή τους να συναποκομίσουν όλη την κινητή περιουσία τους, δυνατότητα ωστόσο η οποία ακυρωνόταν στην πράξη από την οδυνηρή συνέχεια που ακολουθούσε στην πολυήμερη πορεία για την Έξοδο.
Ένα αδιάκοπο πλήθος ανθρώπων διέσχιζε την αχανή κεντρική Τουρκία, εκτεθειμένο και απροστάτευτο στον εθνικιστικό φανατισμό, και στην αρπακτικότητα Τούρκων αλλά και διεφθαρμένων Ελλήνων αξιωματούχων και υπαλλήλων που ορίστηκαν να τους συνοδεύουν.
Ένα μεγάλο ποσοστό επέλεγε το δρόμο προς το λιμάνι της Μερσίνας στα νότια της Τουρκίας, απέναντι από την Κύπρο. Συνήθως μετά από αναμονή πολλών ημερών, ακόμη και μηνών, επιβιβάζονταν στο καράβι για την Ελλάδα, με ό,τι τους είχε απομείνει από τις περιπέτειες και απώλειες του επίπονου ταξιδιού.
Μαρτυρίες Καππαδοκών πρώτης γενιάς
Σαράντα χρόνια ήρθα εδώ, σαράντα χρόνια γιατρό δεν είδα. Καλά αμπέλια, μποστάνια είχαμε [εδώ συγκινείται και κλαίει]. Εδώ ήρθα, όλο γιατρούς έχω. Αχ! Πώς ζήσαμε, πώς περάσαμε! Τέσσερα στρέμματα μεγάλα αμπέλι, φέρισκαν εφτά κάρα σταφύλια! Πολύ καλά περνάγαμε με τους Τούρκους. Να ζήσουν Τούρκοι μας![…] Όταν μάθαμε πως θα φύγουμε, κλάματα, κλάματα! Πήγαμε δυο μήνες στο Άκσεράϊ. Οι Τούρκοι λέγανε: «Κρίμα σας! Εσείς θα χάσετε εμάς κι εμείς εσάς!».
Θεολογία Τερζή-Καρασάββα. Άγιος Αθανάσιος Δράμας, Οκτώβριος 1954
Πρώτα σηκώθηκαν η Καβουκλού, το Καρατζαβιράν, το Εμινίκ και το Οβατζίκ. Έφυγαν με τα λεφτά τους στα 1922-1923. Φοβήθηκαν απ’ τους Τούρκους και έφυγαν. […] Πήγαν στη Μερσίνα. Οι περισσότεροι πέθαναν μέσα στη Μερσίνα. Τους έπιασε αρρώστια. Οικογένειες έσβησαν. Έπειτα ήρθαν στην Ελλάδα. Ύστερα ήρθε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής και σηκωθήκαμε κι εμείς. Εμείς ήρθαμε απ’ το Μπουγάμαντεν κανονικά στα 1924.
Μιχαήλ Κτενάς. Δράμα, Οκτώβριος 1956
Στα 1922 φύγαμε απ’ το Αναμούρ. Ένα μήνα προθεσμία μας έδωσαν: «Όσοι θέλουν» μας είπαν, «μπορούν να φύγουν». Οι πλούσιοι χριστιανοί δεν το πίστεψαν ότι θα γίνει διωγμός. «Πού ν’ αφήσουμε τα πράγματά μα και να φύγουμε;», έλεγαν. Οι φτωχοί βγήκαν στη στράτα. Πρώτοι βγήκαν δεκαπέντε οικογένειες, εξήντα έξι άτομα. Πήγαν στην Κύπρο. […] Οι Άγγλοι δε μας δέχτηκαν. Ζήτησαν πολλά χρήματα, ή μπορούσες να μείνεις αν είχες συγγενείς. […] Μετά πήγαμε στη Σάμο […] μετά ήρθαμε στην Καβάλα, Δράμα, κι από τη Δράμα εδώ, στην Οσμανίτσα, Καλός Αγρός Δράμας.
Γεώργιος Ατέσογλου. Καλός Αγρός Δράμας, Μάιος 1963
Μια μέρα με κάλεσε ο Γρηγόρ Κεχάς, ο μουχτάρης του χωριού, και μου λέγει: «Έλα, Αναστάση, πάρε βοηθούς και άνοιξε ένα λάκκο να θάψουμε τα πράγματα της εκκλησίας, γιατί θα φύγουμε απ’ το χωριό». […] Θάψαμε την κολυμβήθρα, τους πολυελαίους, τα καντήλια, τα εικονίσματα[…] Μόνο το ασημοντυμένο ευαγγέλιο πήραμε μαζί μας. Ποιος μπορούσε να τα φέρει όλα τα πράγματα στην Ελλάδα! […] Ξέχασα να πω ότι στο χαντάκι θάψαμε και το ευαγγέλιο που έγραφε καραμανλήδικα.
[…] Από τα Άδανα μας ειδοποίησαν και πήγαμε στη Μερσίνα. Ήρθε και μας πήρε για την Ελλάδα το πλοίο «Αρχιπέλαγος». Ήρθαμε στην καραντίνα στον Άι-Γιώργη… Μας έβαλαν ξανά στο βαπόρι και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Βγήκαμε στο Χαρμάνικιοϊ. Απ’ εκεί τραβήξαμε για τη Δράμα. Πήγαμε στα άγρια βουνά της Δράμας, στα κατσάβραχα.
Οι Τούρκοι γλίτωσαν από την κόλαση των βουνών της Δράμας και πήγαν στον παράδεισο. Κι εμείς φύγαμε από τον παράδεισο και πήγαμε στην κόλαση. Εννιά μήνες κάτσαμε εκεί. Μετά ήρθαμε οι πιο πολλοί στο Πλατύ. Κι εδώ πάλι ήταν βάλτος. Πέθαναν πολλοί και στα βουνά της Δράμας και στο Πλατύ. Το 1926 και το 1927 κάθε μέρα θάβαμε δυο τρεις.
Αναστάσιος Προδρομίδης. Από την Κίσκα Καισαρείας στο Πλατύ Θεσσαλονίκης, Απρίλιος 1956