Τα λιμάνια στα παράλια του Πόντου γνώρισαν μεγάλη οικονομική άνθηση στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού. Η οικονομική αυτή ανάπτυξη οφειλόταν έως ένα βαθμό στο κλείσιμο των μεταλλείων στην ενδοχώρα αλλά και στο ότι η Ρωσία είχε αποκλείσει τον εμπορικό δρόμο μέσω του Καυκάσου. Το εμπόριο της Περσίας, όσο διήρκεσε ο αποκλεισμός (1883-1906), γινόταν μέσω της Τραπεζούντας. Την ίδια εποχή αυξήθηκε η γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή, οπότε αναδύθηκαν ευκαιρίες για αύξηση των εξαγωγών.
Η οικονομική άνθηση δημιούργησε την ανάγκη ανάπτυξης τραπεζιτικής δραστηριότητας, κυρίως στην Τραπεζούντα και την Κερασούντα. Στην Αμισό υπήρχε επίσης τέτοιου τύπου δραστηριότητα, λόγω των εξαγωγών καπνού, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Όπως σημειώνει η πανεπιστημιακή καθηγήτρια Αιμιλία Σαλβάνου στο άρθρο της με τίτλο «Τραπεζική Δραστηριότητα στην Τραπεζούντα» που φιλοξενείται στην Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, «στην Τραπεζούντα υπήρχαν η Τράπεζα του Καπαγιαννίδη, η Τράπεζα του Φωστηρόπουλου και η Τράπεζα του Θεοφυλάκτου, ενώ λειτουργούσε και υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών.
Στην Κερασούντα υπήρχαν επίσης υποκαταστήματα της Τράπεζας Αθηνών και της Οθωμανικής Τράπεζας, καθώς και η Τράπεζα του Γεωργίου Πισσάνη, ενώ στην Αμισό υπήρχε υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών».
Τα τραπεζιτικά καταστήματα
Οι τράπεζες εκείνης της περιόδου, στην περιοχή, είχαν στενή συνεργασία με μεγάλους εμπορικούς οίκους, οπότε στην πραγματικότητα ήταν οι κύριοι φορείς του εμπορίου με την Περσία και προς την ενδοχώρα του Πόντου, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Τράπεζα του Καπαγιαννίδη συνδεόταν με τον ομώνυμο εμπορικό οίκο που κυρίως εμπορευόταν αποικιακά είδη. Η Τράπεζα Γεωργίου Πισσάνη είχε άμεση σχέση με την εταιρεία του Κωνσταντίνου Πισσάνη. Οι Τράπεζες των οικογενειών Θεοφυλάκτου, Λεοντιάδη και Φωστηρόπουλου συνδέονταν, επίσης, με τις προσωπικές τους εμπορικές επιχειρήσεις.
Στην Τραπεζούντα από τις συνολικά πέντε τράπεζες της πόλης, οι τρεις ήταν σε ελληνικά. Το ίδιο ίσχυε και για την Τράπεζα Αθηνών, ενώ στην Οθωμανική Τράπεζα υπήρχαν Έλληνες υπάλληλοι. Για την Οθωμανική Τράπεζα λέγεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό μετοχών το είχαν Έλληνες και Αρμένιοι.
Οι αδελφοί Φωστηρόπουλοι
Με καταγωγή από την Ίμερα, ο γενάρχης Ιωάννης (Γιάγκος) Φωστηρόπουλος εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα το 1880 αμέσως μετά τη λήξη των Ρωσοτουρκικών Πολέμων. Ενδεικτικό της οικονομικής του επιφάνειας είναι ότι πραγματοποίησε προσκύνημα στους Άγιους Τόπους.
Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο· με τα παιδιά στη συνέχεια άνοιξε εμπορικό και δανειστικό γραφείο που μετεξελίχθηκε σε Τράπεζα Φωστηρόπουλου, με σύμβολο την κυψέλη και πέντε μέλισσες που αντιστοιχούσαν στα πέντε αγόρια του – είχε και τρεις κόρες.
Η φήμη του σε Τραπεζούντα και Αργυρούπολη ήταν τέτοια που από την τράπεζα περνούσε όλο το μεταναστευτικό συνάλλαγμα των Ελλήνων που βρίσκονταν στην τσαρική Ρωσία.
Η τράπεζα αναβαθμίστηκε σε Αδελφών Φωστηρόπουλων χάρις στον Γεώργιο (γιο από τον πρώτο του γάμο), και τον ετεροθαλή αδελφό του Κώστα. Ο δε Σωκράτης ανέλαβε το παράρτημα το Βατούμ. Τα εμβάσματα άρχισαν να γίνονται ακόμα περισσότερα –έφταναν με ταχυδρομικούς αντιπροσώπους–, ενώ παράλληλα γινόταν και διακίνηση αγαθών η αξία των οποίων πληρωνόταν από τους εντολείς στην τράπεζα ακόμα και με συναλλαγματικές.
Με την εγγύηση των αδελφών Φωστηρόπουλων, λοιπόν, τροφοδοτούνταν με είδη πρώτης ανάγκης ελληνικές οικογένειες στα ενδότερα του Πόντου.
Λέγεται ότι τα κεφάλαια που εκταμιεύονταν με τη μορφή δανείων τοκίζονταν μόνο όταν γίνονταν ληξιπρόθεσμα, όπως και ότι ο Γεώργιος Φωστηρόπουλος μεσολαβούσε ακόμα και για την εύρεση μιας θέσης σε νέους που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και είχαν μεγάλη ανάγκη να εργαστούν.
Μάλιστα, ένας… απρόθυμος υπάλληλος στην Τράπεζα των Φωστηρόπουλων ήταν και ο μετέπειτα δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας Εποχή, ο εθνομάρτυρας Κώστας Καπετανίδης, που δεν είχε καταφέρει να πείσει την Τραπεζούντια μητέρα του να πουλήσει μερικά χαλιά ώστε να σπουδάσει φιλόλογος όπως επιθυμούσε. Τα γραφεία της Εποχής βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στην τράπεζα.
Η Τράπεζα Καπαγιαννίδη
Η μεγαλύτερη τράπεζα της περιοχής ήταν η Τράπεζα Καπαγιαννίδη που ιδρύθηκε από τον Γρηγόρη Καπαγιαννίδη και τους δυο γιους του, τον Κώστα (1868-1915) και τον Αλκιβιάδη (1870-1941).
Ο Κώστας Καπαγιαννίδης ήταν ένας πολύ εργατικός και μεθοδικός στη ζωή του άνθρωπος, σε αντίθεση με τον αδελφό του Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν περισσότερο γλεντζές, όπως είχε επισημάνει η Άννα Θεοφυλάκτου. Ήταν επόμενο να διαδεχθεί τον πατέρα του στη διοίκηση των επιχειρήσεων.
Η ίδρυση της τράπεζας ενίσχυσε όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το κοινωνικό προφίλ της οικογένειας.
Η Τράπεζα Καπαγιαννίδη πολλές φορές βοήθησε οικονομικά τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο στις προσπάθειές του για τη στήριξη προσφύγων και ορφανών στην Τραπεζούντα, αλλά και στις ενέργειες που γίνονταν για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Το 1904 ο Κώστας παντρεύτηκε την Άννα Τριανταφυλλίδη. Μετά το γάμο τους κατασκεύασε το 1906 την περίφημη έπαυλη Καπαγιαννίδη στην εξοχική περιοχή της Τραπεζούντας Σοούκ Σου.
Ήταν το μεγαλοπρεπέστερο σπίτι της Τραπεζούντας και είχε ανεγερθεί από τον περίφημο μηχανικό Κακουλίδη, ο οποίος είχε κτίσει και το νέο κτήριο του Φροντιστηρίου. Στη νεοκλασική έπαυλη Καπαγιαννίδη φιλοξενήθηκε σε επίσκεψή του στην Τραπεζούντα ο Μουσταφά Κεμάλ, και για το λόγο αυτόν σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο, που ονομάζεται «Ατατούρκ Κιοσκ» και διασώζονται έπιπλα και διάκοσμος της εποχής.
Ο Κώστας Καπαγιαννίδης πέθανε το 1915, πριν από τον ξεριζωμό. «Είχε προβλέψει τις τραγικές εξελίξεις και γι’ αυτό ενημέρωνε τους πολίτες να είναι προσεκτικοί και να αποφεύγουν τις μεγάλες καταθέσεις των χρημάτων τους. Έτσι, έπαθε και οικονομική καταστροφή. Μετά τον ξεριζωμό η οικογένειά του έφτασε στην Αθήνα, όπου βρίσκονται σήμερα οι απόγονοί του», είχε δηλώσει η Άννα Θεοφυλάκτου στο pontosnews.gr και τον δημοσιογράφο Ρωμανό Κοντογιαννίδη.
Η Τράπεζα Θεοφύλακτου στην Τραπεζούντα
Ο Θεοφύλακτος Κωνσταντίνος –μεγάλος ευεργέτης της ελληνορθόδοξης κοινότητας Τραπεζούντας, γνωστός για τη συνεισφορά του στην ανέγερση του Φροντιστηρίου– και ο Αναστάσιος Λεοντιάδης ήταν οι ιδρυτές και ιδιοκτήτες της ομώνυμης τράπεζας της Τραπεζούντας.
Ο Κωστάκης Θεοφύλακτος κατάγονταν από την Τραπεζούντα. Η οικογένεια του υπήρξε από τις πλουσιότερες του Πόντου με μεγάλη συνεισφορά στα κοινά και στα φιλάνθρωπα έργα. Η έπαυλη στην οποία κατοικούσε στεγάζει σήμερα το μουσείο Τραπεζούντας.
Υπήρξε ιδιοκτήτης ενός από τους τέσσερις μεγαλύτερους τραπεζικούς-εμπορικούς οίκους της Τραπεζούντας και του Πόντου, ευεργέτης της κοινότητας Τραπεζούντας και δήμαρχος της κατά τη Ρωσική κατοχή (1916-1918).
Ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος του Θεοφύλακτου μαζί με τους τρεις άλλους ελληνικούς δέσποζε στην οικονομική ζωή του Πόντου, ως το Βατούμ και το Ερζερούμ, όπως μας πληροφορεί ο Χρύσανθος Τραπεζούντος.
« Ήταν δε τόσο ισχυρός ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών και των συνδεδεμένων με αυτές εμπορικών οίκων στην οικονομική ζωή του Πόντου, ώστε, σύμφωνα με μαρτυρία του Χρύσανθου, οι ίδιοι οι Τούρκοι έμποροι της πόλης ματαίωσαν την απόφαση των Νεότουρκων για μποϊκοτάζ των Ελλήνων εμπόρων του Πόντου το 1914 επειδή φοβήθηκαν τα αντίποινα αυτών των τραπεζικών και εμπορικών οίκων…»
Η Τράπεζα του Γεωργίου Πισσάνη στην Κερασούντα
Τα τραπεζικά καταστήματα και στην Κερασούντα, ιδιαίτερα τα αυτοτελή (όχι τα υποκαταστήματα άλλων τραπεζών), ήταν συνδεδεμένα με εμπορικούς οίκους.
Όπως η Τράπεζα του Γεωργίου Πισσάνη που είχε στενούς δεσμούς με τον εμπορικό οίκο Πισσάνη.
Ο εμπορικός οίκος Πισσάνη ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Πισσάνη –ο Γεώργιος ήταν γιος του– και επωφελήθηκε από την παρακμή ενός άλλου μεγάλου εμπορικού οίκου της πόλης, του οίκου Κωνσταντινίδη, για να επεκτείνει τις δραστηριότητές του. Διατηρούσε εμπορικά γραφεία στην Κερασούντα και τη δυτική Ευρώπη.
Η Τράπεζα της Κερασούντας διατηρούσε υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και σε ευρωπαϊκές πόλεις.
Η Τράπεζα Αθηνών στην Αμισό
Η Τράπεζα Αθηνών λειτούργησε ως τραπεζικός οργανισμός, από το 1893 έως το 1953, έτος συγχώνευσής της με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Ιδρυτές της Τράπεζας Αθηνών ήταν οι Αδ. Τριανταφυλλίδης, Αλέξανδρος Λαμπρινούδης, Αντ. Καλλέργης, Επαμεινώνδας Εμπειρίκος, Μιλ. Ιορδανόπουλος.
Η αρχική τους σκέψη ήταν να μετατρέψουν το γραφείο του Ι. Καλλέργη σε ανώνυμη εταιρεία με σκοπό τη δραστηριοποίησή της στο χώρο του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Τους ενδιέφερε τόσο η Ελλάδα όσο και το εξωτερικό ενώ έδιναν έμφαση στις περιοχές όπου η οικονομική δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου ήταν σημαντική, π.χ. στην Τουρκία και την Αίγυπτο.
Η τράπεζα ίδρυσε επίσης στην Νέα Υόρκη την εταιρεία «The Bank of Athens Trust Company» και λειτούργησε τραπεζικό κατάστημα στο Λονδίνο.