Κεφαλοχώρι σε υψίπεδο της Ανατολής. Ποιο; Δεν ενδιαφέρει. Ας επιτραπεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Δε θα την έχουν μονοπώλιο μερικοί καλομαθημένοι. Κι’ άν οι ανωνυμογράφοι κατά γενικόν κανόνα ζημιώνονται από κάθε άποψη, στην περίπτωσή μας μόνο γοητεία έχει να κερδίσει, νομίζω, το πανέμορφο χωριό μας. Ήταν χτισμένο σε μια πλαγιά βουνού, που αγνάντευε όσο πέρνει το μάτι ένα απέραντο κάμπο.
Ένα ποταμάκι με γάργαρο νερό κυλούσε ήρεμα και ταπεινά στη μέση της πεδιάδας και της χάριζε τη θαλερή της πρασινάδα κι’ όλη την ευλογία του καλού Θεού.
Δεξιά κι’ αριστερά απ’ το χωριό κι’ ως πέρα στην κορφή του βουνού έλατα ολόδροσα, σαν κοκονίτσες στολισμένες με χάρη και καμάρι. Τα σπίτια όλα καλοφκιαγμένα. Ανατολίτικα βέβαια μα σχετικά πάντα, παρουσίαζαν σοβαρά πλεονεκτήματα απέναντι των σπιτιών των άλλων χωριών.
Τουρκοχώρι ήτανε με λίγους Έλληνες, καμιά δεκαριά οικογένειες.
Κάθε σπίτι είχε τα γιδοπρόβατά του, τις κόττες του, τα μελίσσια του, τον κήπο του και το περιβόλι του, με τα λαχανικά και τ’ άφθονα οπωρικά του. Με λίγα λόγια το προνομιούχο χωριό μας ήταν σωστή «γη της επαγγελίας», όπου άφθονο «έρρεε» το μέλι και το γάλα.
Μόνο που δεν έρρεε και σταφυλόζουμο· αμπέλια ωστόσο είχαν μα δεν έβαναν κρασιά, γιατί, τότε τουλάχιστον η μουσουλμανική θρησκεία τ’ απαγόρευεν αυστηρά.
***
Και όμως σ’ ένα τέτοιο χωριό κανένας δεν ήθελε να ‘ναι μουχτάρης-πάρεδρος. Φαντάζομαι πως δεν υπάρχει Νεοέλληνας που θα τύχει να διαβάσει την καταπληκτική αυτή είδηση, χωρίς να απευθύνει και δεκαπέντε φάσκελα απανωτά προς την κατεύθυνση που βγαίνει ο Ήλιος! Τι να γίνει όμως; Έτσι ήταν φκιαγμένοι οι Άνθρωποι εκεί.
Ήθελε ο καθένας να ‘χει ήσυχο το κεφάλι του. Κ’ η δουλειά του μουχτάρη δεν την επέτρεπε αυτή την πολυτέλεια. Αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής, δικαστικοί, ταμειακοί, εφοριακοί και κάθε λογής δημόσιοι υπάλληλοι, που περνούσαν απ’ το χωριό έπρεπε να ‘χουν εξασφαλισμένο το κατάλυμα και το άφθονο κ’ εκλεκτό τους φαγητό. Κι’ όλ’ αυτά έπρεπε να τα φροντίσει και να τα βολέψει ο μουχτάρης. Τα κανόνιζε με τη σειρά απ’ όλα τα σπίτια. Μα βάσανο ήταν αυτή η δουλειά. Και κάθε τόσο ευθύνες, τρεχάματα, χασομέρια, που τον εμπόδιζαν κι’ από τις γεωργικές του εργασίες και του χάλαγαν όλη την ησυχία και την νύκτα ακόμα κάποτε.
Τους μουχτάρηδες τους διόριζε κάθε τόσο ο Καϊμακάμης –Έπαρχος– της περιοχής. Έτσι με τη σειρά τους πέρασαν απ’ το επίζηλο αξίωμα αρκετοί απ’ τους προύχοντες του χωριού. Είδαν κι’ απόειδαν οι άνθρωποι, κι’ αποφάσισαν ν’ απαλλαχτούν μια και καλή από το μπελά αυτόν. Μαζεύτηκαν λοιπόν καμμιά δεκαριά και χωρίς πολλές ιστορίες και συζητήσεις τράβηξαν μια και δυο στον Καϊμακάμη.
Τον προσκύνησαν με σεβασμό και με πέντε πατώματα τεμενάδες, κι’ από κοντά τον παρακάλεσαν να διορίσει μόνιμο μουχτάρη του χωριού το συχωριανό τους Ντελή Μεμέτ, που τον ήθελαν όλοι, όπως είπαν.
Χωρίς πολλές διαδικασίες και διατυπώσεις η αίτησή τους γένηκε δεκτή, μαζί με τα δώρα και τα πεσκέσια, που από νωρίς είχαν φροντίσει να στείλουν στο σπίτι του Καϊμακάμη.
***
Υπήρχαν τον καιρό εκείνο ωρισμένοι τύποι, που το πρώτο συνθετικό του ονόματος του νέου μας μουχτάρη τους ήταν σωστός τίτλος τιμής.
Και για να τον αποκτήσουν έπρεπε να ιδρύσουν, να κοπιάσουν, να κάνουν πράξεις εξαιρετικές που δε μπορούσε, δεν τολμούσε, ή δεν ήταν ο καθένας ικανός να τις κάνει.
Ο δικός μας ο καλοπίχειρος, δεν είχε την τιμή να συγκαταλέγεται στη συνομοταξία των προνομιούχων αυτών ανθρώπων.
Τύπος αφελής και καλοκάγαθος μάλλον χαζός, με στιγμιαίες θυμοσοφικές εκλάμψεις κάποτε. Κακοφκιαγμένος, ένας κρεμανταλάς. Ψεύδιζε λιγάκι όταν μιλούσε.
Είχε περάσει τα σαράντα χρόνια κ’ έμενε ακόμα ανύπαντρος, όχι όμως γιατί τώθελε ο ίδιος.
Η γενική του εμφάνιση δικαιολογούσε απόλυτα το πρώτο συνθετικό του ονόματός του, μα όχι από την καλή του πλευρά.
Του άρεζε να αποφεύγει την εργασία.
Προτιμούσε να φέρει ένα γύρω τα καφενεία και να σεργιανάει όσους παίζαν τάβλι. Από κάποτε φουμάριζε και αργιλέ, έτσι για να κάνει το κομμάτι του. Συνείθιζε να λέγει συχνά σα να μονολογούσε και χωρίς να τον παρακαλέσει κανένας: «Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσα, κ’ εκείνα δεν τα έχουμε…»
Ωστόσο ήταν πρόθυμος να εξυπηρετεί τους αγάδες και τους τσορμπατζήδες στις διάφορες εργασίες και μικροδουλειές τους.
Δεν τούλειπε κ’ ένα είδος κουτοπονηριάς, σαν ένστικτο –μπορεί να πει κανείς– που βοηθάει τις τέτοιες φύσεις να προσαρμοστούν στους όρους του κοινωνικούς τους περιβάλλοντος, χάριν της αυτοσυντηρησίας.
Γι’ αυτό την πρώτη είδηση για τον διορισμό του, την άκουσε χωρίς να δείξει καμμιά κατάπληξη, ούτε και υπερβολικόν ενθουσιασμό. Κράτησε την ψυχραιμία του και τη θέση του. Έβαλε τα δυνατά του και συγκρατήθηκε για να φανεί πώς δεν ήταν καθόλου περίεργο, αλλά μάλλον πολύ φυσικό που διορίστηκε μουχτάρης.
Έτσι είναι· κάποτε αρκεί μια ηθική εξύψωση απο οποιαδήποτε αιτία, για ν’ αναπτύξει κανείς ικανότητες που ούτε οι άλλοι μα ούτε κι’ ο ίδιος μπορούσε ν’ αναγνωρίσει ή και να υποπτευθεί ακόμα στον εαυτό του.
Κι’ αντίθετα, μια ηθική κατάπτωση απ’ οποιαδήποτε αφορμή, είναι ικανή αν όχι να εξαλείψει ολότελα, τουλάχιστον όμως να βάλη σε σοβαρή δοκιμασία αναγνωρισμένες ικανότητες και προσόντα.
Οπωσδήποτε ο νέος μας μουχτάρης ανάλαβε χωρίς χρονοτριβές τα καθήκοντα μα και τα δικαιώματα του οφικίου του.
Ό,τι τούλειπε από γνώσεις και πείρα προσπαθούσε να τ’ αναπληρώσει με τα τρεχάματα, την εργατικότητα και τη δραστηριότητά του. Είχε μανία κυρίως με την καθαριότητα του χωριού.
Κι’ όταν το πρωί φεύγαν πια τα ζώα των χωριανών στη βοσκή με τους τσομπάνιδες, επέβλεπε ν’ απαλλαχτεί ο κεντρικός δρόμος από τις ακαθαρσίες, που αδιάκριτα τα ζωντανά δημιουργούσαν. Κάποτε –στην αρχή αυτό– αποξεχνιούνταν και βοηθούσε και ο ίδιος με το φκιάρι στην προσπάθεια αυτή. Μα οι χωριανοί δεν τον παρεξηγούσαν. Μάλλον τον επαινούσαν για καταδεχτικό, που ο ίδιος δίνει το παράδειγμα για την ευπρέπεια και την τάξη του χωριού.
Η ενεργητικότητα και η ζηλευτή δραστηριότητά του έφταναν στο κατακόρυφο κυρίως όταν ερχόταν ξένοι στο χωριό –αποσπάσματα, δημόσιοι υπάλληλοι κ.τλ.
Τα είχε κανονίσει μια μορφιά: Για κατάλυμα είχε τακτοποιήσει ένα σπίτι αδειανό που το συμμόρφωσε και με τ’ απαραίτητα έπιπλα και τα χρειαζούμενα για ύπνο. Για το φαγί πια, αυτό ήταν η αδυναμία του η μεγάλη. Είχε βάνει σειρά σ’ όλα τα σπίτια εκτός από τα λίγα φτωχικά που βρίσκουνταν στο χωριό.
Τα καταχώρησε σε κατάλογο και κρατούσε αυστηρότατα τη σειρά. Κανόνιζε αναλόγως του μουσαφίρη και το μενού, απ’ το οποίο δεν έλειπαν ούτε τ’ αυγά κι’ οι πήττες, ούτε οι κόττες κ’ οι γαλοπούλες, ούτε τα καϊμάκια και το μέλι.
Το ενδιαφέρον του για το φαγί ήταν αδιάπτωτο, γιατί σα μαγγούφης που ήταν στρωνόταν πάντα με τους ξένους στο τραπέζι, έτσι για να τους κρατάει συντροφιά, καθώς έλεγε.
Στεναχωριόταν όταν περνούσε καμμία μέρα χωρίς επισκέπτη.
Και ανυπομονώντας, ανέβαινε κάποτε στο μιναρέ και διόπτευε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στο χωριό. Αν έβλεπε κανέναν να ζυγώνει, έβγαινε και σε προϋπάντησή του, στέλνοντας τον υποταχτικό του αγροφύλακα να κανονίσει τις άλλες λεπτομέρειες για την υποδοχή και την περιποίηση.
Έτσι κυλούσαν ευχάριστα οι μέρες κι’ όλοι ήταν ευχαριστημένοι κ’ ενθουσιασμένοι και περισσότερο απ’ όλους ο καινούργιος μουχτάρης μας.
Μόνο που με τον καιρό παραμέλησε όλες τις άλλες ασχολίες και τα καθήκοντά του, κ’ η μόνη φροντίδα του ήταν πώς να βελτιώσει την ποιότητα και την ποσότητα των φαγητών των περαστικών ξένων του χωριού του.
Όχι, βέβαια, για να καλοπερνάει κι’ ο ίδιος, παρά για να μη ντροπιαστεί –όπως έλεγε– το χωριό τους σαν αφιλόξενο, και πέσει την υπόληψη του κόσμου.
Μα πάλι οι υπήκοοί του ήταν ευχαριστημένοι. Και με την ανατολίτικη αφέλειά τους, άρχισαν να βρίσκουν και κάποιαν ευχαρίστηση σ’ όλην αυτή την ιστορία. Το κοτσομπολιό το αθώο και τα έξυπνα και τερπνά γύρω από το παρεδριλίκι και τον πάρεδρο, έδιναν κ’ έπαιρναν. Κι’ ο πονηρός μουχτάρης τροφοδοτούσε και θεράπευε όσο μπορούσε καλύτερα την αδυναμίαν αυτή.
Έτσι σταθεροποίησε τη θέση του που κι’ αλλοιώς κανένας δεν τη ζήλευε ούτε και την επωφθαλμιούσε.
***
Παραλείψαμε να πούμε πως το χωριό είχε ωραίο ξηρό κλίμα κι’ ένα θαυμάσιο πηγαίο νερό, που ανάσταινε και νεκρούς.
Έτσι με την αφθονία των αγαθών, με τη φυσική ζωή και με την καλοπέραση ούτε άρρωστοι υπήρχαν, ούτε πέθαινε κανείς εύκολα.
Γι΄αυτό δεν είναι περίεργο πώς στους πρώτους έξη μήνες της υπηρεσίας του Ντελή Μεμέτ δεν είχε σημειωθεί κανένας θάνατος.
Μόλις τον έβδομο μήνα πέθανε ξαφνικά ένας από τους προύχοντες του χωριού σε ηλικία 82 ετών. Έσκασε –είπαν– απ’ την πολυφαγία, γιατί ήταν και μπαϊράμι την ημέρα εκείνη. Είχε κάνει και πάρεδρος πριν από χρόνια. Γι’ αυτό τον κήδεψαν με τιμές και με παράτες.
Την ώρα που ήταν να τον κατεβάσουν στο μνήμα, ο μουχτάρης προχώρησεν επιδεικτικά προς το φέρετρο, έσκυψε και κάτι τούπε σιγανά στ’ αυτί.
Απόρησαν όλοι και μετά τον ενταφιασμό, όπως επέστρεφαν από τα νεκροταφεία στο χωριό, τον ρώτησαν τι είπε του πεθαμένου.
Του είπε – τους αποκρίθηκε: Αν σε ρωτέσουν εκεί που πας πώς τα περνούμε εδώ στον επάνω κόσμο, να τους πεις τούτο και μόνο: «Ο Ντελή Μεμέτ είναι μουχτάρης στο χωριό μας».
Δεν είν’ ανάγκη να τους Ιστορήσεις τίποτε περισσότερο. Απ’ αυτό και μόνο εύκολα θα καταλάβουν και όλα τ’ άλλα.
Ξένος Ξενίτας