Ο Θεόδωρος Βασιλειάδης ζούσε στο Κουράνκιοϊ ή Κιράνκοϊ, τη συνοικία των Ελλήνων στη Σαφράμπολη, όπου υπήρχε η εκκλησία του πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Η ονομασία της πόλης πρέπει να δόθηκε κατά τον 17ο-18ο αιώνα, όταν η ονομασία Δάδυβρα είχε πια ξεχαστεί. Από την αναγνώριση της επιγραφής στη θύρα του ναού του Αγίου Στεφάνου, όπου αναφερόταν «τη πόλει Θεοδώρου κράντορος», οι κάτοικοι της Σαφράμπολης έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η βυζαντινή ονομασία της ήταν Θεοδωρούπολη.
Αργότερα, επειδή το πρώτο σε σπουδαιότητα εγχώριο προϊόν ήταν ο κρόκος (σαφράν, ζαγφρά στα τουρκικά) ονομάστηκε Ζαγφράνπολου. Ο κρόκος αποτελούσε το κύριο εισόδημα των γειτονικών χωριών, τα οποία είχαν ως κέντρο τη Σαφράμπολη και το άνθος του πωλείτο «αντί 250 γροσίων κατ’ οκάν», περίπου 60 δραχμές.
Η ονομασία Κουράνκιοϊ ερμηνεύεται ως «χωριό της άκρας», λόγω της θέσης του συνοικισμού μέσα στην πόλη, ετυμολογώντας την ονομασία από τη λέξη κουράν, που σημαίνει έρημος.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εμάς, στο Κουράνκιοϊ, δε μας έκαναν εξορία. Απ’ αλλού ήρθαν εξόριστοι σε ‘μας: Απ’ το Παρθένιον, Το Ζουγκουλτάκ, την Ινέπολη, την Τζίτε, ήρθαν γυναικόπαιδα σ’ εμάς και τους βοηθήσαμε. Αυτό έγινε το 1916. Επί Κεμάλ, το 1919-20 εξόρισαν μόνο τους άντρες. Οι εξόριστοι έμειναν στο Κουράνκιοϊ, στα δικά μας τα μέρη. Κάθε πρωί έδιναν «παρών» στον αστυνομικό σταθμό. […]
Επί Κεμάλ, το 1919, έγινε αναστάτωση στην Ντüζτσε. Σηκώθηκαν οι Απαζάδες και οι Τσερκέζοι και πολέμησαν με τους Κεμαλικούς. Νίκησαν οι Κεμαλικοί, κύκλωσαν την πόλη. Εγώ ήμουν στον μύλο, μισή ώρα έξω από την Ντüζτσε. Εκεί είχα νοικιάσει τον μύλο και τον δούλευα. Στο Μελέν σουγιού πάνω ήταν ο μύλος.
Την επόμενη ημέρα οι Κεμαλικοί, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, κρέμασαν έξι άτομα.
Επιτάξανε και τον μύλο μου. Καθίσαμε ήσυχοι λίγο διάστημα, αλλά ξανά έγινε επίθεση από τους Απαζάδες. Κατέλαβαν την πόλη μαζί με τους Τσερκέζους, αλλά και πάλι την ξαναπήραν οι Κεμαλικοί.
Πριν την καταλάβουν, όμως, τετρακόσιες πενήντα ψυχές, Έλληνες και Αρμένιοι, έφυγαν από την Ντüζτσε και πήγαν στο Αdάπαζαρ. Εγώ βρισκόμουν στον μύλο. Η γυναίκα μου έφυγε.
15 Αυγούστου του 1920 έγινε αυτό. Ο πεθερός μου με ζήτησε, ήρθε και με πήρε. Φύγαμε να βρούμε τους άλλους.
Ο δρόμος προς το Αdάπαζαρ ήταν ελεύθερος. Όλη τη νύχτα προχωρούσαμε. Περάσαμε το Μελέν σουγιού, ανεβήκαμε στα βουνά. Είχαμε συνοδούς τριάντα οπλίτες Απαζάδες, για να μας γλιτώσουν. Στο Ελμαλί-ταγ μάς βάλανε σ’ ένα μέρος του δάσους σκοτεινό. Ένα μήνα καθίσαμε εκεί. Από τα έλη πίναμε νερό.
Οι οπλίτες πήγαιναν στα τουρκικά χωριά και μας έφερναν τρόφιμα, αλεύρι και μας τροφοδοτούσαν. Το αλεύρι το ζυμώναμε στο πανί και μετά το ψήναμε.
Ένα αεροπλάνο πέρασε και έριξε προκηρύξεις και μάθαμε ότι το Αdάπαζαρ άδειασε από τους Κεμαλικούς.
Σηκωθήκαμε και πήγαμε. Μείναμε σ’ ένα σχολείο. Οι Αdαπαζαρλήδες έφυγαν στη Νικομήδεια, όπου ήταν αγγλική κατοχή. Εμείς περιμέναμε να έρθουν στο Αdάπαζαρ οι Άγγλοι με το τραίνο. Ήρθαν δύο, ρώτησαν κάτι κι έφυγαν.
Εμείς περιμέναμε, και είχαμε σκοπό να ξαναγυρίσουμε στην Ντüζτσε. Στο τέλος μπήκαμε στο τραίνο να πάμε στη Νικομήδεια.
Πήγαμε στη Νικομήδεια, μας περιμάζεψαν στο σχολείο. Μας έδωσαν τρόφιμα. Περιμέναμε μια βδομάδα. Ακούσαμε ότι οι Έλληνες θ’ ανελάμβαναν την κατοχή της Νικομήδειας. Ήρθε η κατοχή. Λεφτά δεν είχαμε. Δουλεύαμε στα καράβια.
Εγώ πήγα στην Πόλη και άνοιξα με τ’ αδέλφια μου ένα τσαγκαράδικο. Καθίσαμε στη συνοικία Τασ-χανέ. Βρήκα κι άλλους πατριώτες μου. Δύο χρόνια μετά, στα 1922, ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα. Έγινε η καταστροφή.
• Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, βρίσκεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η Έξοδος, τόμος ΙΒ’, Μαρτυρίες από τον Δυτικό Παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία. Επανέκδοση: εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης».
Διαβάστε περισσότερες μαρτυρίες στην ενότητα «Γενοκτονία» του pontosnews.gr.