Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Ποντιακή Εστία το 1962 (τχ 149-150-151, σσ. 215-216), ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος και θεματοφύλακας της ποντιακής παράδοσης Παντελής Η. Μελανοφρύδης από την Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου καταγράφει μια πολύ ενδιαφέρουσα φράση της ποντιακής διαλέκτου και εξηγεί την προέλευσή της.
Πρόκειται για την παροιμία «σ’ αποκακαμάρωμαν έρθεν», που χρησιμοποιείται σκωπτικά για κάποιον που φτάνει αργοπορημένος, όταν κάτι έχει ήδη τελειώσει.
Το αποκαμάρωμα είναι η τελευταία πράξη της εθιμοτυπικής τελετής του ποντιακού γάμου. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο γάμος στη Χαλδία ξεκινούσε την Πέμπτη με προσκλήσεις σε όλο το χωριό που συνοδεύονταν με ψαθύρια (πίτες), ή με κεριά με κόκκινη βάση (κοκκινόκωλα), ενδεικτικά της χαράς.
Μετά τη στέψη η νύφη οδηγούνταν στο νυφείον (το νυφικό διαμέρισμα), και ακολουθούσε το θύμιγμαν (ή φήμιγμαν, κατά τον Δημοσθένη Οικονομίδη, δηλαδή φήμη της νύφης). Στη συνέχεια σειρά είχε το αποκαμάρωμα:
Ο ιερέας σήκωνε το πέπλο (τσαρκούλ’) ώστε να φανεί το πρόσωπο της νύφης, η οποία, από το νυφέπαρμα έως τότε, ήταν καλυμμένη.
Μάλιστα, σύμφωνα με ένα παλαιότερο εθιμοτυπικό, κατά την τελευταία αυτή φάση ο ιερέας εκμεταλλευόταν τη στιγμή και κρατώντας ένα μαχαίρι πάνω από το κεφάλι του γαμπρού έδινε «οδηγίες», τονίζοντάς του ότι πρέπει να είναι πιστός και να αγαπά και να προστατεύει τη σύζυγό του. Αυτό το τελευταίο έθιμο, όπως σημειώνει ο Μελανοφρύδης, το άκουσε από γέροντες και υπέθετε ότι είχε προέλθει από την Ανατολή, μιας και ήταν κοινό στους Αρμένιους.
Οι εορτασμοί ολοκληρώνονταν τη Δευτέρα το πρωί, οπότε και έφευγαν οι συγγενείς που συνόδευαν τη νύφη.