«Πρότυπο παρόντος και μέλλοντος» και «ορόσημο» για τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και τη ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων διοικητικής φύσης χαρακτήρισε την περίφημη Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, κατά την έκτακτη πανηγυρική σύγκληση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η Ιερά Σύνοδος συγκλήθηκε με αφορμή την επέτειο της συμπλήρωσης 1.700 ετών από τη Σύνοδο της Νίκαιας και στη σύντομη προσφώνησή του, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέφερε αρχικά ότι ήδη από την αποστολική περίοδο η θεολογική και δογματική ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού και η ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων εσωτερικής διακυβέρνησης και διοίκησής Της υπήρξαν θεμελιώδεις στόχοι της εκκλησιαστικής ζωής. Η αναγκαιότητα επίτευξης αυτών των δύο στόχων κατέστη ιδιαιτέρως επιτακτική κατά τον Δ’ αιώνα, όταν έπαυσαν οι αντιχριστιανικοί διωγμοί από μέρους του Ρωμαϊκού Κράτους και των εθνικών και κατέστη η Εκκλησία «ανεκτή θρησκεία». Εντός αυτού του νέου ιστορικού πλαισίου συνεκλήθη και η περίφημη Σύνοδος της Νικαίας το 325, η οποία συνιστά «ορόσημο» τόσο για τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας όσο και για τη ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων διοικητικής φύσεως.
Ο αρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε ως ακλόνητο στύλο της πίστεως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας των Ορθοδόξων την θεολογική αλήθεια του Ομοουσίου των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος, η οποία αποτυπώθηκε από τους Πατέρες της Συνόδου στο Σύμβολο της Πίστεως. Η αλήθεια αυτή είναι πάντοτε επίκαιρη εξ επόψεως θεολογικής, ιδιαιτέρως σήμερα, ενώπιον παλαιότερων και νεώτερων αρειανικών και αρειανιζουσών αιρέσεων (Μορμόνων, Ιεχωβάδων, αθεϊστών κά) και θεολογικών προσεγγίσεων που προέρχονται από τη Δύση, οι οποίες επιχειρούν με διάφορους τρόπους να εισχωρήσουν εντός της Ορθοδόξου Θεολογίας και να διαταράξουν τη θεολογική Της αλήθεια και την Τριαδολογική Της κατανόηση και ομολογία. Επίσης, υπήρξε σημαντικό και το καθόλου κανονικό έργο της Συνόδου, ενώ ο καθορισμός του Πασχάλιου κανόνα αποτελεί ανεκτίμητο θησαυρό για τους Χριστιανούς.
Κλείνοντας την προσφώνησή του, ο αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε: «Η 1700ή επέτειος μάς υπενθυμίζει τα αρχέτυπα, τις παραδοχές της Εκκλησίας και τον διηνεκή αγώνα της Ορθοδοξίας κατά των διαστρεβλώσεων, παρανοήσεων, αποκλίσεων. Η Σύνοδος αποτελεί λοιπόν μείζον εκκλησιαστικό ανάχωμα έναντι των πλανών της αιρέσεως. Σε καιρούς κρίσεως, σχετικισμού και πολιτισμικής ανατροπής “η πίστη της Νικαίας” διασφαλίζει την πίστη ως κοινή εμπειρία και ομολογία, προφυλάσσοντας την Εκκλησία από την αυθαιρεσία της ατομικότητας ή των περιστασιακών ιδεολογικών και άλλων ρευμάτων. Η “πίστη της Νικαίας” δεν αποτελεί, λοιπόν, μνημείο του παρελθόντος, αλλά πρότυπο παρόντος και μέλλοντος».
Κατόπιν, σύμφωνα με την ημερήσια διάταξη, ακολούθησε η εισήγηση του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, με θέμα «Η αποδοχή της θεολογίας και του έργου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στο πλαίσιο της παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Χαρακτήρισε την επέτειο αφορμή για επαναξιολόγηση των ιστορικών και θεολογικών δεδομένων της συγκεκριμένης Συνόδου και αφετέρου την απαρχή για την επικαιροποίησή τους, ως διαδικασία επαναπρόσληψης της θεολογίας και του έργου της στον 21ο αι. «αλλά και τη σημασία τους στην σύγχρονη εκκλησιολογική πραγματικότητα».
Υποστήριξε ότι «η Α’ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί την σπουδαιότερη μορφή έκφρασης της συνοδικότητας στην ιστορία και θεολογία των Συνόδων, ως εκφράζουσα την καθολικότητα της Εκκλησίας, ενώ με την σύγκληση και την συνοδική της δομή και λειτουργία απετέλεσε την αναντίρρητη εκκλησιολογική έκφραση της αυθεντίας της Καθολικής Εκκλησίας σε θέματα πίστεως και κανονικής παραδόσεως, ώστε να διαφυλαχθεί η ενότητα της Εκκλησίας και να αποφευχθεί μία “πολυκέφαλη” θεώρηση της εκκλησιαστικότητας».
Όσον αφορά τα θέματα της κανονικής παραδόσεως, ο μητροπολίτης συμπλήρωσε ότι καθορίζοντας τον χρόνο του εορτασμού του Πάσχα και διευθετώντας το Μελιτιανό σχίσμα, η Α’ Οικουμενική Σύνοδος τερμάτισε τις έριδες και επέλυσε ζητήματα ποιμαντικής και εκκλησιαστικοκανονικής οικονομίας. «Γι’ αυτό και οι μεταγενέστερες Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι, αν και διετύπωσαν πλήθος νέων κανόνων για πολλά νέα κανονικά ζητήματα, εντούτοις απέδωσαν μεγάλη σημασία στο κανονικό έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, επικυρώνοντας έτσι την ανάδειξη της αυθεντικής συνέχειας της κανονικής παραδόσεως σε όλες τις εποχές της Εκκλησίας».
Ολοκληρώνοντας, υπογράμμισε ότι ο εορτασμός των 1.700 ετών από της συγκλήσεως της Α’ Οικουμενικής Συνόδου επαναφέρει στο προσκήνιο του θεολογικού και εκκλησιολογικού προβληματισμού μας το θέμα της συνοδικότητας και του τρόπου με τον οποίο δύναται αυτό να αναγνωριστεί και να καταστεί αποδεκτό από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία προκαλείται και προσκαλείται να διδάξει και να νοηματοδοτήσει και τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες και Παραδόσεις σχετικά με το «πώς δει και υπέρ ων δει» της συνοδικότητας, αλλά και σε σχέση με άλλα σύγχρονα ανθρωπολογικά προβλήματα. «Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος θα πρέπει να παραμένει πάντοτε το σημείο αναφοράς και το πρότυπό μας, όχι μόνο εορτολογικά, αλλά κυρίως εκκλησιολογικά, ώστε να μπορούμε να επιβεβαιώνουμε έμπρακτα και ουσιαστικά την σημασία της στην σπουδαιότητά της αλλά και την αναγκαιότητά της», κατέληξε.