Σε μια περίοδο εξαιρετικής γεωπολιτικής αστάθειας, η Ελλάδα οφείλει να διαθέτει εξωτερική πολιτική με σταθερές αρχές, στρατηγικό βάθος και αξιοπιστία. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει έναν δρόμο επικίνδυνου καιροσκοπισμού, μετατρέποντας τη διεθνή παρουσία της χώρας σε πεδίο μικροπολιτικής διαχείρισης εντυπώσεων.
Η κρίση στη Λωρίδα της Γάζας αποτελεί μια από τις σοβαρότερες διεθνείς τραγωδίες των τελευταίων δεκαετιών. Αρχικά, η ελληνική κυβέρνηση, επικαλούμενη τη θεσμική της ιδιότητα ως συμμετέχουσας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κράτησε ίσες αποστάσεις, αρνούμενη να κατονομάσει την επιθετικότητα του Ισραήλ. Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, υιοθέτησε μια «ουδέτερη» θέση, δηλώνοντας πως η Ελλάδα διατηρεί καλές σχέσεις με όλες τις πλευρές. Λίγες ώρες αργότερα, και μπροστά στη διεθνή κατακραυγή, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι «είναι αδικαιολόγητο και απαράδεκτο αυτό που γίνεται στη Γάζα».
Η στροφή αυτή όχι μόνο εξέθεσε την κυβέρνηση αλλά ανέδειξε και την αδυναμία χάραξης σταθερής πολιτικής γραμμής. Οι συνεργάτες του Μαξίμου, αντί να προνοήσουν για τη διεθνή αντίδραση, πίστεψαν ότι το θέμα δεν άγγιζε το εκλογικό κοινό της Νέας Δημοκρατίας. Η πραγματικότητα τούς διέψευσε. Τα κοινωνικά δίκτυα, οι αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το ηθικό βάρος των εικόνων από τη Γάζα κατέστησαν αδύνατη τη συνέχιση της πολιτικής σιωπής.
Ο Μητσοτάκης δεν δίστασε να αδειάσει εν μια νυκτί τους υπουργούς και τα επικοινωνιακά επιτελεία του. Αυτό μαρτυρά μια κεντρική παθογένεια: ο πρωθυπουργός δεν λειτουργεί θεσμικά αλλά προσωποπαγώς, λαμβάνοντας αποφάσεις ανάλογα με την πολιτική πίεση και την προσωπική του κρίση.
Η διεθνής κοινότητα έχει λάβει σαφή καταδικαστική στάση απέναντι στην ισραηλινή επιχείρηση. Η Ισπανία και η Ιρλανδία είναι έτοιμες να αναγνωρίσουν το Παλαιστινιακό κράτος, ενώ στην Ισπανία, ακόμη και οι Καθολικοί Επίσκοποι ζητούν στρατιωτικό εμπάργκο κατά του Ισραήλ. Χώρες όπως η Γαλλία, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν καταδικάσει τη «δυσανάλογη» χρήση βίας και απειλούν να λάβουν μέτρα κατά του Ισραήλ.
Είναι αδιανόητο μια χώρα όπως η Ελλάδα, με έντονο ανθρωπιστικό παρελθόν και θύμα γενοκτονιών, να σιωπά ή να αλλάζει θέση ανάλογα με τη ροή της επικαιρότητας.
Την ίδια ώρα, η Τουρκία εμφανίζει σημάδια αναθεώρησης της σκληρής της γραμμής απέναντι στους Κούρδους. Ο πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Νουμάν Κουρτουλμούς, προειδοποίησε πως είτε η Τουρκία θα συνδιαλλαγεί εσωτερικά με τους Κούρδους είτε θα διαμελιστεί. Η θέση αυτή, αν και πιθανόν τακτική, δείχνει τη συνειδητοποίηση ότι η πολιτική καταστολής έχει φτάσει στα όριά της.
Η ρητορική περί «ενότητας του έθνους» εμπεριέχει αναγκαστικά και την αποδοχή της κουρδικής ταυτότητας, κάτι που έως τώρα η τουρκική πολιτική ελίτ απέφευγε συστηματικά. Αυτή η εξέλιξη ενδέχεται να σηματοδοτήσει είτε ένα νέο κεφάλαιο σύγκρουσης είτε μια ελπίδα ειρηνικής επίλυσης.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε ξεκάθαρα ότι η κουρδική αυτονομία είναι ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής στρατηγικής στο Ιράκ. Την ίδια στιγμή, Κούρδοι ηγέτες, όπως ο Μουράτ Καραγιλάν, υπογραμμίζουν τη μαχητική τους ετοιμότητα και την τεχνολογική αναβάθμιση του απελευθερωτικού κινήματος. Προφανώς, για να πιέσουν την Άγκυρα σε πολιτική λύση.
Η θέση των ΗΠΑ εγγυάται ότι, ακόμη κι αν η Τουρκία προσπαθήσει να υποχωρήσει από μια προσέγγιση με τους Κούρδους, το κουρδικό κίνημα δεν θα υποχωρήσει. Αντίθετα, φαίνεται να διαθέτει μεγαλύτερη υποστήριξη, τεχνογνωσία και διεθνή νομιμοποίηση από ποτέ.
Η ίδια η ιδεολογία του τουρκισμού, που βασίστηκε στην άρνηση των εθνοτικών διαφορών, φαίνεται να δοκιμάζεται.
Ο τουρκικός εθνικισμός δεν μπορεί πλέον να επιβάλλει σιωπή στους Κούρδους, ενώ οι παραδοσιακές μέθοδοι καταστολής χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Η ιστορική ταύτιση του Κεμαλισμού με τη στρατιωτική πειθαρχία και την πολιτική ένα κράτος, ένα έθνος, μια γλώσσα αλλά και η ισλαμοσυντηρητική του αναγέννηση επί Ερντογάν, μοιάζει να μην επαρκούν για να συγκρατήσουν τη χώρα ενωμένη.
Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να προβεί σε στρατηγικές εκτιμήσεις με βάθος και συνέχεια, επιλέγει να πορεύεται με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις και στα σχόλια των social media. Την ώρα που κρίσιμες χώρες επαναπροσδιορίζουν τις στρατηγικές τους, η Ελλάδα ακολουθεί επικίνδυνα κυμαινόμενη στάση.
Η ιστορία έχει δείξει πως οι ευκαιριακές τοποθετήσεις στην εξωτερική πολιτική οδηγούν, αργά ή γρήγορα, σε ανυποληψία. Μια υπεύθυνη κυβέρνηση οφείλει να λειτουργεί με προβλεψιμότητα, σταθερότητα και πυξίδα τις αξίες της διεθνούς νομιμότητας και των εθνικών συμφερόντων – όχι με ημερολόγιο αντίδρασης στα δημοφιλή ρεύματα.