Ο υπέρτατος εξευτελισμός, μια βίαιη και ταπεινωτική επέμβαση σε σώμα και αξιοπρέπεια που τους πήρε και το τελευταίο κομμάτι της γυναικείας τους υπόστασης. Για εκείνες που πέρασαν από την κόλαση της Γενοκτονίας, από την απελπισία της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, για εκείνες που περπάτησαν μέρες με μπόγους στις πλάτες, που στοιβάχτηκαν στα καράβια της προσφυγιάς όπου θέριζαν οι μολυσματικές ασθένειες, το υποχρεωτικό κούρεμα στα απολυμαντήρια ήταν μία ακόμα ψυχολογική και σωματική κακοποίηση.
Για πολλές Πόντιες και Μικρασιάτισσες το να αντιμετωπίσουν τις κουρευτικές μηχανές που προορίζονταν για τα μουλάρια του στρατού ήταν η χαριστική βολή.
Με την ψιλή κουρεύονταν ακόμα άνδρες και παιδιά· όμως για τις γυναίκες αυτή τη «απολυμαντική» μέθοδος είχε το μεγαλύτερο κόστος. Πολλές μπορεί να μην είχαν κόψει ποτέ τα μαλλιά τους· οι μεγάλες και βαριές πλεξούδες ήταν η ομορφιά και η περηφάνια τους.
Το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) του Δήμου Καλαμαριάς διαθέτει ένα εκτενές αρχείο με περισσότερες από 2.500 προφορικές μαρτυρίες προσφύγων πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι οποίες καταγράφουν τις τραυματικές εμπειρίες που βίωσαν κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα.
Μέσα σε μερικές προτάσεις η Καλλισθένη Καλλίδου από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας περιέγραψε την ντροπή που ένιωσε όταν την κούρεψαν με το ζόρι στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς: «Μας έβαλαν στη σειρά τα μικρά και τις γριές και μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: “Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες!”. Με το ζόρι με κούρεψαν. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύ καιρό μετά ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω».
Η Διαλεχτή Μεντεκίδου πέρασε και αυτή τη διαδικασία της απολύμανσης: «Μας έβαλαν κάπου μέσα, μας έδωσαν και πράσινο σαπούνι, δεν το ξέραμε, εμείς άσπρο είχαμε εκεί. Η Ρόζα, η αδερφή μου, λέει: “Αυτό φάρμακο είναι, δεν το παίρνω”. Μερικούς τους κουρεύανε κιόλας. Για την ψείρα, η ψείρα έβραζε. Τα ρούχα τα βάζανε στον κλίβανο, τα παπούτσια βγαίναν τόσο δα, από μέσα».
Το 1923 έφτασε στην Καλαμαριά η οικογένεια του 6χρονου τότε Παναγιώτη Ευθυμιάδη, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα: «Έτσι απέναντι μας έβγαλε το πλοίο και μαγούνες, κάτι σιδερένιες μαγούνες, μας βγάζαν εδώ στη στεριά ήταν μια ξύλινη σκάλα, από ’κει ανεβαίναμε και να ’ρθούμε προς τα ’δω! Εκεί ήτανε κάτι απολυμαντήρια, κάτι τέτοια πράματα και παίρναν τον κόσμο απολύμανση και τους κόβαν τα μαλλιά, γυναίκες, άντρες, όλοι, δεν ξέρω τι.
»Τι να κάνει ο μπαμπάς μου, τα λεφτουδάκια που είχε, τάισε εκεί πέρα έναν και σου λέει “Bάστα τα, μη μας κάνετε εμάς κλίβανο, ούτε να μας κόψετ’ τα μαλλιά!”. Ήταν οι αδερφές μου με μεγάλα μαλλιά απ’ την πατρίδα μας ήταν, τέλοσπάντων… Τα πήραν τα χρήματα μας αφήσαν».
«Με το που κατεβήκαμε μας οδήγησαν στο απολυμαντήριο. Εκεί μας έπλυναν και μας κούρεψαν γουλί για να μην πιάσουμε ψείρες. Μας κράτησαν κάμποσο καιρό για να είναι σίγουροι ότι δεν μεταφέρουμε ασθένειες και μετά μας έβαλαν στους θαλάμους», είχε περιγράψει στην Καθημερινή τον Ιούνιος του 2007 η 90χρονη τότε Χρυσαυγή Παπαδοπούλου που μπήκε σε καραντίνα όταν ήταν 6 ετών.