Την άνοιξη του 1919 μετά την ήττα των Τούρκων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανακωχή, κορυφώθηκε το κύμα επιστροφής των Ποντίων οι οποίοι είχαν καταφύγει στην ομόδοξη Ρωσία, στις πόλεις και τα χωριά τους. Νωρίτερα τον Δεκέμβρη του 1918, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο «ανταρτόπαπας» του Πόντου ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη έγραψε μια επιστολή στον Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη κάτοικο Μασσαλίας, και του ζητούσε να κινητοποιήσει την ποντιακή κοινότητα του εξωτερικού.
Στόχος να κάνουν γνωστά σε όλη την οικουμένη, όπου αυτοί βρίσκονταν, τα εγκλήματα των Τούρκων κατά της ελληνικής κοινότητας του Πόντου και την άρνηση των Ρωμιών να διοικούνται από τους μωαμεθανούς.
Ανάμεσα στα άλλα έγραφε «Οι σύμμαχοι έχουν επιτακτικό καθήκον να τιμωρήσουν το βάρβαρο τούτο λαό και να δώσουν ικανοποίηση στο εθνικό μας αίσθημα. Και αν ακόμα η ένωσή μας με τη μητέρα Ελλάδα δεν είναι δυνατή, έχουν υποχρέωση να δημιουργήσουν ένα νέο κράτος στον Πόντο με δημοκρατικό σύστημα.
Μόλο που ο ελληνικός πληθυσμός αποδεκατίστηκε και πολλοί συγγενείς εκείνων που καταστράφηκαν είναι εγκατεστημένοι στο Ρωσικό Καύκασο, θα προσπαθήσουμε να τους ξαναφέρουμε εδώ, ακόμα και με τη βία, για να πυκνώσουμε τον πληθυσμό των ερημωμένων μερών της Πατρίδας»!
Τα λιμάνια του Πόντου γέμισαν από πατριώτες που επέστρεφαν στα σπίτια τους. Η χαρά τους ήταν ανεκλάλητη. Πίστευαν πως μια νέα εποχή χάραζε και ο καιρός που θα ανέπνεαν ελεύθεροι το δροσερό αεράκι του Ευξείνου Πόντου, ζύγωνε.
Ο Γιαννίκος Γαρουφαλίδης, ένας νέος που σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού και της δημιουργίας ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους όπως και άλλοι Πόντιοι διανοούμενοι της Γαλλίας. Πήρε λοιπόν την απόφαση, ανέβηκε στο τρένο και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Κατευθύνθηκε στο λιμάνι της, που τέτοιο λιμάνι δεν υπήρχε στον κόσμο όλον, και επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο που είχε βάλει πλώρη για τον Πόντο. Το πλοίο λεγόταν «Ιωάννα», και μετέφερε πολύ σημαντικά πρόσωπα.
Πάνω στο πλοίο ο ενθουσιώδης Σαμψούντιος δικηγόρος βολτάριζε στο κατάστρωμα και συνομιλούσε με τους συνεπιβάτες. Ανάμεσα σε αυτούς ο δημοσιογράφος Αντώνης Γ. Σκουλούδης της Πατρίδος Αθηνών που πήγαινε στον Πόντο για να γράψει για την επικρατούσα κατάσταση και την καινούργια συνθήκη, ο καθηγητής Θρασύβουλος Πετμεζάς εκπρόσωπος του «Πατριωτικού Ιδρύματος Περιθάλψεως» ο οποίος πήγαινε για να επιβλέψει τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας και ο Μουράτ Πινιάτογλου ο πρόεδρος της Επιτροπής Ποντίων Κωνσταντινουπόλεως. Όμως το ενδιαφέρον όλων το προσέλκυε ο ψιλόλιγνος ρασοφόρος, που με τον λόγο του και το παρουσιαστικό του μάζευε σαν μελίσσι τον κόσμο γύρω του.
Ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Δεσπότης της Αμισού που μετά από έναν ολόκληρο χρόνο εξορίας από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη όπου ήταν φυλακισμένος σαν εγκληματίας και αυτός μαζί με τους ποινικούς, γυρνούσε πίσω στη μητρόπολή του, στον τόπο που αγάπησε περισσότερο και από τη Λέσβο που τον γέννησε, στην πατρίδα της καρδιάς του τον Πόντο. Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδας, δεν τον ξέχασε! Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας όπου εκπόνησε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία, προτίμησε να γίνει κάτι ανώτερο. Να ενδυθεί το ράσο και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον χειμαζόμενο ελληνισμό του Πόντου.
Αφήνοντας τον Βόσπορο και μπαίνοντας στον Εύξεινο Πόντο τα πνευμόνια του νεαρού δικηγόρου θαρρείς και γέμισαν με το οξυγόνο που του έλειπε τόσα χρόνια στην ξενιτιά. Πέρασαν την Ποντοηράκλεια, την Ινέπολη και πλησίαζαν τη Σινώπη. Όταν πια η απόσταση είχε μικρύνει τόσο όσο να φαίνονται τα σπίτια της και ο κόσμος στους δρόμους ο Γιαννίκος Γαρυφαλλίδης ένιωσε πως δεν είχε ξαναδεί τέτοια ομορφιά, και ας διέμεινε τόσα χρόνια στην «πόλη του φωτός» όπως λένε το Παρίσι. Η Σινώπη χτισμένη σε μια μικρή χερσόνησο, αγκαλιασμένη από τα μεσαιωνικά της τείχη, φάνταζε στα μάτια του σαν το διαμάντι του στέμματος.
Η ιδανική αυτή εικόνα της πόλης όμως δεν κράτησε για πολύ. Η ματιά του έπεσε στην ρωμαίικη συνοικία της πόλης, την οποία είδε ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Οι Τούρκοι σαν λυσσασμένα αγρίμια χύθηκαν μέσα στους δρόμους της ελληνικής γειτονιάς και άρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια της. Δεν έμεινε τίποτα. Ξήλωσαν μέχρι και τις σκεπές τους και έριξαν τους τοίχους τους θαρρείς και δεν ήθελαν μόνο να τα κλέψουν αλλά να τα εξαφανίσουν για να μην γυρίσουν πίσω οι νοικοκύρηδές τους. Από τα διακόσια πενήντα χωριά της περιφέρειας Σαμψούντας δεν έμεινε ούτε ένα απείραχτο. Το ίδιο και στην γειτονική περιφέρεια Πάφρας, εκατό πενήντα ρωμαίικα χωριά καταστράφηκαν.
Σε λίγα λεπτά μια βαρκούλα προσέγγισε το πλοίο «Ιωάννα» και επιβιβάστηκε ο μητροπολίτης Αμασείας μαζί με τους ανθρώπους που είχαν αποστολή, για να επισκεφτούν την καθημαγμένη Σινώπη. Οι Ρωμιοί βλέποντας το πλοίο με την ελληνική σημαία αναθάρρησαν και βγήκαν στο λιμάνι για να υποδεχτούν τους επισκέπτες τους.
Όσο πλησίαζε η βάρκα με τον Γερμανό Καραβαγγέλη τόσο αυξανόταν ο ενθουσιασμός από το πλήθος στην αποβάθρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν ασταμάτητα και τα χειροκροτήματα γινόντουσαν ακόμα πιο δυνατά. Ο δημοσιογράφος Σκουλούδης στράφηκε προς τον Γιαννίκο και του είπε συγκινημένος: «φίλε μου Γαρουφαλίδη, εδώ είναι η αληθινή Ελλάδα. Ερχόμενος εις τον Πόντον νόμιζα πως απομακρυνόμουν από την Ελλάδα. Εν τούτοις διαπιστώνω πως έρχομαι προς την Ελλάδα»!
Όταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης πάτησε το πόδι του στη στεριά, ένα κύμα αγάπης τον αγκάλιασε. Διάφορα πολύχρωμα χαλιά στρωνόταν μπροστά στα πόδια του καθώς περπατούσε αργά και αποφασιστικά, σταματώντας και ευλογώντας το ποίμνιό του κάνοντας το σημείο του σταυρού στον αέρα προς πάσα κατεύθυνση, θαρρείς και ήθελε να ξορκίσει το κακό, θαρρείς και ήθελε να σφραγίσει τους Ρωμιούς με την υψηλή προστασία Εκείνου που σταυρώθηκε για όσους τον πιστεύουν!
«Ζήτω ο Δεσπότης!», «Ζήτω η Ελλάδα!», «Ζήτω ο Ελεύθερος Πόντος!», «Ζήτω ο Ελευθέριος Βενιζέλος!» ακούγονταν από το πλήθος. Νεαρές ποντιοπούλες έραιναν τον Δεσπότη με λουλούδια και εκεί μέσα στην κοσμοπανήγυρη που θύμιζε κάτι από το Σάββατο των Βαΐων, μια χούφτα παλικάρια από το Κατίκιοϊ πλησίασαν τον Δεσπότη και αφού του ασπάστηκαν τη δεξιά, τον σήκωσαν απροειδοποίητα στους ώμους τους και τον οδήγησαν στον ναό για να χοροστατήσει στην πιο μεγαλοπρεπή δοξολογία που γνώρισε ποτέ η Σινώπη, η πόλη που ίδρυσαν οι Μιλήσιοι τον 8ο αι π.Χ. και έσπειρε τον ελληνισμό σε ολόκληρο τον Πόντο με τις αποικίες της!
Αλεξία Ιωαννίδου