Η Καλογρέζα ήταν πάντα στην καρδιά του Στέλιου Καζαντζίδη. Από τα μαγαζιά της ήταν που άρχισε το τραγούδι και στα δρομάκια της έβρισκε ηρεμία και γαλήνη όταν είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τη δισκογραφική εταιρεία του ή όταν έχασε τη μητέρα του, Γεσθημανή.
Εκεί απολάμβανε την παρέα των απλών ανθρώπων, έπαιζε τάβλι μαζί τους, μαστόρευε και περνούσε την ώρα του, ξεχνώντας τις έγνοιες του. Μάλιστα, όπως μαρτυρούν οι άνθρωποι που τον ζούσαν από κοντά, «ερχόταν τόσο συχνά στην Καλογρέζα, που κανείς πια δεν ξαφνιαζόταν όταν τον συναντούσε να μαστορεύει στο συνεργείο του Ξενάκη ή να παίζει τάβλι στο μαγαζί του Κότσογλου».
Η ιστοσελίδα «Kalogrezart» φιλοξενεί τις ανέκδοτες διηγήσεις ενός από αυτούς τους ανθρώπους, που τον έζησαν πιο κοντά, του Παντελή Κότσογλου. Οι δύο άνδρες συνδέονταν με μια δυνατή φιλία, η οποία άρχισε να καλλιεργείται όταν ο Κότσογλου βοήθησε τον Στέλιο Καζαντζίδη να επιδιορθώσει το σκάφος του, το οποίο είχε αγοράσει το 1988 από τον δήμαρχο του Αλίμου. «Ήταν ένα 12μετρο εγγλέζικο, που είχε το όνομά του γραμμένο με μπρούτζινα γράμματα. Είχε πάνω μηχανή Νίμαν. Όμως ήταν ερείπιο γιατί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του το είχε εγκαταλειμμένο. Μια Κυριακή μας έκανε το τραπέζι. Ήμασταν 5-6 ζευγάρια. Είχε φτιάξει η γυναίκα του κρέας κοκκινιστό με χοντρό μακαρόνι. Κει που τρώγαμε, του λέει ένας: “Ρε Στέλιο, είναι για σένα αυτό το σκάφος;” Τι το ‘θελε;» αφηγείται. Ο Καζαντζίδης το πήρε πολύ βαριά και ο Π. Κότσογλου, που ήταν ελαιοχρωματιστής, του πρότεινε να το επαναφέρουν μαζί στην αρχική μορφή του.
«Την άλλη μέρα πήραμε εργαλεία από το μαγαζί, τριβεία και άλλα και πάμε στο σκάφος. Το βγάζουμε στα βαρέλια και πιάνουμε δουλειά. Τις κουπαστές που είχαν μαυρίσει, τις έξυσα με γυαλί. Είχα και κανά δυο φίλους μαζί. Ο Τάκης ο Κρυωνάς ήταν πατωματζής. Τρελός κι αυτός για τον Στέλιο. Ένα μήνα παλεύαμε να συνεφέρουμε το σκάφος. Στο τέλος έγινε πιο καλό κι από καινούργιο. Αφού όταν ήρθε η Στανίση, της λέει, “βγάλε τα παπούτσια σου…”. Και το πιο ωραίο. Όταν κάποια στιγμή το είδε ο φίλος του, δεν πίστευε ότι ήταν το σκάφος που είχε κακολογήσει. “Άντε ρε, δεν είναι…” έλεγε» είπε για το γεγονός που τους «έδεσε».
Αυτός ήταν που αργότερα τον πήγε στο μαγαζί που ήταν κάποτε η ταβέρνα του Βουτσά, εκεί όπου τραγουδούσε «για ένα πιάτο φαΐ», όπως θυμάται ότι του είχε πει ο ίδιος ο Καζαντζίδης. Ο Κότσογλου ήταν μικρό παιδάκι τότε, ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα, τον θυμάται να κυκλοφορεί στην περιοχή «με μια πράσινη μερσεντές… Ήταν φτασμένος τότε». Αλλά κι όταν πολύ αργότερα του δάνεισε το δικό του αυτοκίνητο, «ένα Χόντα που είχα αγοράσει από τον Φίλιππο Νικολάου τον τραγουδιστή», όταν ο Καζαντζίδης του το επέστρεψε, το αμάξι βρωμούσε. «Ανοίγουμε το πορτπαγκάζ και τι να δούμε. Μια συναγρίδα! Την είχε ξεχάσει μέσα και είχε βρωμίσει!» αναφέρει, σημειώνοντας την αγάπη του Πόντιου τραγουδιστή για το ψάρεμα.
Και η τελευταία ιστορία που αναφέρει έχει να κάνει με κάποιον που διάβαζε τον καφέ. «Ήταν ένας στην Καλογρέζα που διάβαζε το φλυτζάνι. Φίκος ήταν το παρατσούκλι του. Έλεγε πράγματα που βγαίνανε. Μια ζεστή μέρα έπαιζα με τον Στέλιο τάβλι στο πεζοδρόμιο. Περνάει ο Φίκος, μας βλέπει και λέει: “Σήμερα θα πάρεις μια στενοχώρια”. Μόλις έφυγε γυρίζει ο Στέλιος και μου λέει: “Πιστεύεις ένα τσαρλατάνο;” Κι όμως λίγες ώρες μετά έγινε κάτι που με έκανε να σκάσω. Όταν του το είπα την άλλη μέρα, τον είδα συλλογισμένο. “Καλά πώς ήξερε ότι θα γινόσουν παπόρι;”».
Οι αναμνήσεις του Π. Κότσογλου φωτίζουν την ανθρώπινη πλευρά του Στέλιου Καζαντζίδη, που απολάμβανε τα απλά πράγματα, όπως το τάβλι, το ψάρεμα και την παρέα των άλλων, χωρίς να κάνει επίδειξη. Ίσως γι’ αυτό να ήταν και να παραμένει τόσο αγαπητός. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ.
Πηγή: kalogrezart.gr