Η Αθήνα του 1923 βρισκόταν σε κατάσταση αποδιοργάνωσης, φόβου και βαθιάς αβεβαιότητας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη γενοκτονία και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από την καθ’ ημάς Ανατολή κατέφτασαν σε μια χώρα που μόλις αριθμούσε πέντε εκατομμύρια κατοίκους.
Η Ελλάδα του 1922 ήταν ένα κράτος εξαντλημένο από διαδοχικούς πολέμους, με περιορισμένους πόρους, πολιτικά διχασμένο και οικονομικά τραυματισμένο. Κι όμως, έπρεπε ξαφνικά να στεγάσει, να θρέψει και να περιθάλψει κυρίως γυναίκες και παιδιά κάτω των 10 ετών, που έφταναν εξαντλημένα, άρρωστα και αποδεκατισμένα.
Η μαζική έλευση των προσφύγων «κράσαρε» το ήδη εύθραυστο σύστημα δημόσιας υγείας. Ο πληθυσμός της χώρας, καταπονημένος από τα πολεμικά χρόνια και τις κακουχίες, είχε ήδη πιέσει στα όριά του το σύστημα περίθαλψης. Σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, θέατρα κατακλύστηκαν από κόσμο, ο οποίος σε δεύτερη φάση αυτοστεγάστηκε με κάθε μέσο στις παρυφές της Αθήνας και του Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε περίπου το 48% των εκτοπισμένων.
Οι παραγκουπόλεις εξαλείφθηκαν βαθμιαία, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς, σε σημείο που έως και το 1978 περίπου 3.000 αστικές προσφυγικές οικογένειες ζούσαν ακόμη σε παραπήγματα.
«Τουρκόσποροι» και «χολεριασμένοι»
Μέσα σε αυτό το κλίμα τρόμου, επιβίωσης και ανατροπής της πληθυσμιακής ισορροπίας, γεννήθηκε και ένα κύμα μισαλλοδοξίας, πολιτικά κατευθυνόμενο και κοινωνικά διαχυμένο.
Οι πρόσφυγες αποκαλούνταν «τουρκόσποροι» και «χολεριασμένοι». Θεωρήθηκαν υγειονομική απειλή, οικονομικό βάρος και πολιτική απειλή. Ταυτόχρονα η παρουσία τους άλλαξε ραγδαία την εικόνα των πόλεων, προκαλώντας αντιδράσεις σε όσους έβλεπαν την καθημερινότητά τους να μεταβάλλεται βίαια.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο Τύπος διαδραμάτισε ρόλο καταλυτικό. Μετά το αποτυχημένο φιλομοναρχικό πραξικόπημα των Γαργαλίδη, Λεοναρδόπουλου, Μεταξά τον Οκτώβριο του 1923, όλες οι αντιβενιζελικές εφημερίδες παύθηκαν, προκαλώντας κύμα ανεργίας στους δημοσιογράφους.
Οι άνεργοι συντάκτες σχημάτισαν έναν συνεταιρισμό που εξέδωσε τη Βραδυνή, μια εφημερίδα που αυτοσυστήθηκε ως «Εφημερίδα των συντακτών». Στην πράξη όμως επρόκειτο για εφημερίδα καθαρά αντιβενιζελική, και, στον πρώτο καιρό λειτουργίας της, το μοναδικό έντυπο της δεξιάς παράταξης.
Η γραμμή της υπήρξε αμιγώς αντιπροσφυγική και τα κείμενα που φιλοξενούσε απηχούσαν αυτή τη στάση με τρόπο που σήμερα προκαλεί σοκ.
Ανάμεσα στα κείμενα που δημοσιεύθηκαν, ξεχωρίζει το χρονογράφημα «Αφγανιστούπολις», με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1923. Με έκδηλη περιφρόνηση και εχθρότητα για τους πρόσφυγες που είχαν πλημμυρίσει την πρωτεύουσα, η γλώσσα, ο σαρκασμός και η χλεύη αποτυπώνουν όχι μόνο το κλίμα της εποχής αλλά και το φόβο μπροστά σε μια πρωτοφανή κοινωνική αλλαγή.
Αποσπάσματα από το χρονογράφημα «Αφγανιστούπολις»
«Ο υπερπληθυσμός έφερε μαζί του ασχήμια. Τα στρατόπεδα, που ως επί το πλείστον εμφανίζονταν στα περίχωρα της πόλης, τώρα ευδοκιμούν στα κέντρα μας όπως οι καμέλιες σε ένα σπίτι που αγαπά τα λουλούδια […]».
«Ένα από τα αναρίθμητα επιτεύγματα εκείνης της μεγαλειώδους εποχής που έκανε την Ελλάδα μεγάλη –στην Αθήνα και τον Πειραιά– ήταν η εμπορευματοποίηση των κέντρων της πρωτεύουσας. Σπλάχνα ζώων τηγανίζονται [τώρα] μέσα στην πόλη, υφάσματα ανεμίζουν, σανίδες αυτοσχέδιων ικριωμάτων τοποθετούνται στα καλύτερα πεζοδρόμιά μας. Μαντήλια, κεφαλόδεσμοι, βλάχικες κάλτσες, τηγάνια, παλιά παπούτσια και ράσα κρέμονται σε καλύβες του πιο αποκρουστικού είδους. Χαλβάς και ρεβανί εκτίθενται μπροστά σε αξιοπρεπή καταστήματα. Οι δημοτικοί κήποι που είχαν αποκτήσει μια ωραία πράσινη απόχρωση τώρα εγκαταλείπονται. Τσόκαρα κουδουνίζουν στα κέντρα της πόλης και οι κραυγές χωρικών αντηχούν στις πλατείες […]».

«Σε μια εποχή που η πόλη μας προχωρούσε προς την πιο ευπρεπή της εμφάνιση, η αρρυθμία, η προχειρότητα, η ασχήμια και η βαρβαρότητα ήρθαν και έστησαν έναν βάναυσο χορό στα πιο πολυσύχναστα και αξιοπρεπή μέρη. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε την ευθύνη σε αυτούς που διέπραξαν αυτή την ασχήμια. Έπραξαν όπως ήξεραν και όπως μπορούσαν. Χωρίς αντίληψη της τάξης, δεν μπορούσαν να την εκδηλώσουν, και αγνοώντας την έννοια του καλού, δεν μπορούσαν να την επιδείξουν. Η ευθύνη ανήκει σε όσους έχουν την ευθύνη της υγιεινής, της τάξης, της ευπρέπειας […]».
«Έτσι γίναμε μια πόλη του Αφγανιστάν. […] Έχουμε τόσο συνηθίσει αυτή τη μιζέρια ως τη φυσιολογική εκδήλωση της αθηναϊκής ζωής, ώστε νομίζω πως θα έπρεπε να το θεωρούμε ασάφεια αν οι Αρχές δεν φορούσαν το σαρίκι. […] Πόσο διαβολικοί είναι αυτοί οι άρχοντες της Αφγανιστούπολις που φορούν γραβάτα και καπέλο».









![Από την Έξοδο των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, τον Οκτώβριο του 1922. Περίπου 160.000 πρόσφυγες διέσχισαν τον Έβρο μεταφέροντας μέρος της κινητής περιουσίας τους (πηγή: Χρήστος Χατζηιωσήφ [επιμ.], «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940»)](https://www.pontosnews.gr/wp-content/uploads/2025/09/ekkenosi-anatolikis-thrakis-360x180.jpg)






