Ληξιαρχικά, η ζωή της καλύπτει τρεις αιώνες, όπως άλλωστε μαρτυρά και το βιβλίο της, Τρεις αιώνες μια ζωή. Έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους και δύο βαλκανικούς, έζησε Γενοκτονία, ξεριζωμό, προσφυγιά, και τι δεν έζησε! Στόχο στη ζωή της είχε βάλει να μην ξεχαστεί η Μικρασία, και το κατάφερε: έγινε το πρόσωπό της, έγινε η φωνή των ξεριζωμένων προσφύγων. Έγινε η Μικρασιάτισσα γιαγιά μας, «η γιαγιά Φιλιώ» που δεν κουράστηκε ποτέ, στα σχεδόν 108 χρόνια που έζησε, να αγωνίζεται για τη διάσωση του μικρασιατικού πολιτισμού.
Η Φιλιώ Σιδέρη-Χαϊδεμένου, η γεννημένη στα Βουρλά στις 28 Οκτωβρίου του 1899, απεβίωσε στη Νέα Φιλαδέλφεια στις 6 Ιουνίου 2007.
Ήταν το έκτο από τα επτά παιδιά μιας αγροτικής ελληνικής οικογένειας. Στη Μικρασιατική Καταστροφή έχασε πολλά από τα μέλη της οικογένειάς της, κατάφερε όμως να φτάσει στην Ελλάδα και να στεριώσει στην Αθήνα, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδερφό της. Το 1928 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γεώργιο Χαϊδεμένο, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, ενώ την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου έζησε στην Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της. Υπήρξε ενεργό μέλος διαφόρων μικρασιατικών προσφυγικών και φεμινιστικών σωματείων, ενώ σε προχωρημένη ηλικία μερίμνησε για τη συλλογή κειμηλίων από τη Μικρά Ασία, τα οποία συγκεντρώθηκαν και εκτίθενται από το 2007 στο μουσείο που φέρει το όνομά της, στη Νέα Φιλαδέλφεια.
≈
Η υπεραιωνόβιος σταυροφόρος του νόστου, η ζωντανή μαρτυρία, η ασίγαστη λαλιά των προσφύγων της πρώτης γενιάς περιέγραψε*:
Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια μου μόλις πατάω το χώμα της χαμένης μου πατρίδας. Δάκρυα χαράς αλλά και πόνου για τους ανθρώπους μου που έχασα και νοσταλγίας για τη ζωή μας εκείνη, που τόσο άδικα χάθηκε.
Πάρα πολλά χρόνια μετά την Καταστροφή γύρισα για έναν φόρο τιμής στα πάτρια εδάφη.
Είδα το σπίτι του παππού μου κι έκλαψα. Με ξενάγησε ένας Τούρκος που είχε γεννηθεί στην Κρήτη και ήξερε ελληνικά. Όταν φτάσαμε στο μέρος όπου άλλοτε ήταν χτισμένη η Αναξαγόρειος Σχολή, εκείνο το ωραίο μαρμάρινο σχολείο, ρώτησα τον ξεναγό μου γιατί οι Τούρκοι το γκρέμισαν.
[…] Τη στιγμή που έσκυβα να πιάσω ένα μικρό κομματάκι ακατέργαστο μάρμαρο από το μέρος όπου βρίσκονταν τα θεμέλια του σχολείου, όλα τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου σαν κινηματογραφική ταινία. […] Όταν καθάρισαν κάπως τα μάτια μου από τις μορφές του παρελθόντος και ξαναγύρισα στο παρόν άκουσα τον Κρητικό να μου λέει: «Μην κλαις, νένε. Έχουμε και οι δύο τον ίδιο πόνο. Και οι δύο δεν έχουμε πατρίδα. Νομίζεις πως εγώ δεν θέλω να ξαναδώ τον τόπου που γεννήθηκα, την Κρήτη;».
Κρατώντας ευλαβικά πέτρα και χώμα από την Αναξαγόρειο Σχολή γύρισα στην Αθήνα και τοποθέτησα το πολύτιμο φορτίο μου, κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων, σε μια κρύπτη στο Μνημείο των Μικρασιατών που έχουμε φτιάξει στη Νέα Φιλαδέλφεια, για να έχει γνήσιο μικρασιατικό, ματωμένο χώμα.