Η ελληνική βιβλιογραφία είναι σχετικά ελάχιστη σε ό,τι αφορά τους Κούρδους, την ιστορία, τον πολιτισμό και την ύπαρξή τους στην περιοχή όπου ζουν. Πριν από μερικά χρόνια οι εκδόσεις «Ινφογνώμων» εξέδωσαν ένα βιβλίο μιας σπουδαίας στρατιωτικής και πολιτικής προσωπικότητας του κουρδικού κινήματος, του Μουράτ Καραγιλάν, με τίτλο: Η ανατομία του πολέμου στο Κουρδιστάν.
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, πρόκειται για τον πόλεμο που άρχισαν το 1984 οι Κούρδοι για την αυτονομία τους και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Θα έλεγα, κορυφώνεται στις μέρες μας.
Το βιβλίο είναι εντυπωσιακό για το πλήθος των πληροφοριών που παρέχει, όχι μόνο για τον πόλεμο στο Κουρδιστάν αλλά και για την ιστορία, τον πολιτισμό και τη νοοτροπία των Κούρδων. Αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά για να κατανοηθούν καλύτερα οι εξελίξεις σε όλο το Κουρδιστάν (τουρκικό, συριακό, ιρανικό, ιρακινό).
Όταν εκδόθηκε στα ελληνικά το βιβλίο, ο εκδότης του «Ινφογνώμωνα» Σάββας Καλεντερίδης ζήτησε μερικά σχόλια από στρατιωτικούς, διπλωμάτες και δημοσιογράφους. Είχα γράψει, τότε, ένα κείμενο το οποίο παρατίθεται στη συνέχεια. Προσεγγίζω κυρίως τη σχέση των Κούρδων με τους Έλληνες. Ιδού το κείμενο:
Η σχέση των Ελλήνων με τους Κούρδους χρονολογείται από την αρχαία εποχή, και η άμεση ή έμμεση επαφή των δύο λαών προσδιόρισε καθοριστικά την ιστορία της περιοχής. Από τους αρχαίους Μήδους ως την Υπόθεση Οτζαλάν, το στίγμα της οποίας κουβαλούν στη συνείδησή τους όσοι εξ ημών δεν θέλουν να βάζουν τα πράγματα στην προκρούστεια κλίνη και να τα ερμηνεύουν περιστασιακά, όπως τους ταιριάζει, οι σχέσεις των δύο λαών πέρασαν από τη Μάχη του Ματζικέρτ (1071 μ.Χ.), όπου χωρίς τη συνεργασία των Κούρδων ο Αρπ Αρσλάν δεν θα είχε καταφέρει να νικήσει τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα και να εγκατασταθεί μαζί με τους οσμανλήδες του στα υψίπεδα της Ανατολίας.
Ήταν η αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το βιβλίο του Μουράτ Καραγιλάν –του ουσιαστικού αντικαταστάτη του Οτζαλάν μετά τη σύλληψή του– Η ανατομία του πολέμου αποτελεί πράγματι μια τομή στην ιστορία του κουρδικού αντάρτικου αλλά και κάτι πολύ περισσότερο. Ουσιαστικά ανατέμνει εν συντομία την ιστορία ολόκληρης της μεσανατολικής περιοχής από την εποχή των Σουμερίων μέχρι σήμερα, αναζητώντας να προσδιορίσει διαχρονικά την κουρδική ταυτότητα και να καταγράψει τις αιτίες που μέχρι σήμερα οι Κούρδοι, αν και αρχαίος και πολυπληθής λαός στην περιοχή, δεν κατάφερε να δημιουργήσει δική του κρατική υπόσταση.
Ένας λαός οργανωμένος σε φατρίες, χωρίς ποτέ, λόγω ιστορικών συγκυριών, να αποκτήσει συνείδηση συλλογικότητας, ένας λαός που είχε μάθει να επαναστατεί όταν καταπιεζόταν, χωρίς όμως αυτήν την επαναστατικότητα να τη μετουσιώνει σε επίμονη απαίτηση για κρατική συγκρότηση. Οι Κούρδοι εξεγείρονταν όταν κάποιος του αδικούσε ή τους επιτίθετο, πολεμούσαν και κατέφευγαν στα βουνά. Ως εκεί. Αλλά και όχι μόνο αυτό. Οι φατρίες δεν ήταν απλώς κατατεμαχισμένες και διαιρεμένες μεταξύ τους, αλλά πολλές φορές βρίσκονταν σε έντονο θανάσιμο ανταγωνισμό.
Αυτόν το διχασμό του κουρδικού λαού τον εκμεταλλεύτηκαν διάφορες εξουσίες της περιοχής με αποτέλεσμα να κάνουν τους Κούρδους υποχείριο της πολιτικής τους. Οι Οθωμανοί και στη συνέχεια οι διάδοχοί τους, οι Τούρκοι, εκμεταλλεύτηκαν τους Κούρδους σε σημείο που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι χωρίς τους Κούρδους δεν θα είχαν καταφέρει να πετύχουν τις κρατικές τους επιδιώξεις.
Μετά τη Μάχη του Ματζικέρτ, καθοριστικό στοιχείο για την επέκταση των Οθωμανών στην περιοχή ήταν η επιτυχία τους να πάρουν στα χέρια τους το Χαλιφάτο (1514-1516), μετά τη νίκη τους επί των Μαμελούκων. Αλλά για τη νίκη αυτή καθοριστικό στοιχείο αποτέλεσε η συμμαχία του Κούρδου σεΐχη Ιδρίσι Μπιτλίσι με το οθωμανικό κράτος.
Αλλά και αργότερα, στα δύσκολα νεότερα χρόνια για τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους Κούρδους εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι στις διώξεις που εξαπέλυσαν – κυρίως εναντίον των Αρμενίων.
Με λίγα λόγια, οι Τούρκοι στήριξαν την είσοδο και την εγκατάστασή τους στην Ανατολή καθώς και την ανάπτυξή τους σε Αυτοκρατορία, στη συμμαχία τους με τους Κούρδους.
Ποια ήταν η τουρκική ανταπόδοση; Η προσπάθεια ενσωμάτωσης των Κούρδων και η παρουσίασή τους ως ορεινών Τούρκων.
Όλα αυτά και πολλά άλλα ιστορικά στοιχεία είναι μερικά από τα οποία πραγματεύεται στο βιβλίο του ο Μουράτ Καραγιλάν, με ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Δεν είναι μόνο η ιστορική αναφορά που έχει τη σημασία της για την εξέλιξη και την αποτίμηση της εξέλιξης ενός λαού. Είναι και το γεγονός ότι η οπτική ματιά η οποία παρουσιάζεται προέρχεται από τον σημερινό ηγέτη ενός κινήματος το οποίο επηρεάζει καθοριστικά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, αλλά και το ότι –κατά την εκτίμησή μου– οι θέσεις αυτές σίγουρα θα εκφράζουν και τον έγκλειστο στις φυλακές του Ιμραλί Κούρδο ηγέτη Αμπντουλάχ Οτζαλάν.
Απεργία πείνας Κούρδων στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1998, μετά τη σύλληψη του Οτζαλάν στη Ρώμη
(φωτ.: EPA / Λουίζα Γουλιαμάκη)
Βεβαίως, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του ο Μουράτ Καραγιλάν δεν στέκεται απλώς στην παράθεση ιστορικών στοιχείων. Χρησιμοποιεί τα ιστορικά στοιχεία για να καταδείξει την ιστορική αδικία σε βάρος ενός λαού αλλά και την παραδοσιακή διχαστική νοοτροπία των κούρδων που δεν τους επέτρεψε να συγκροτηθούν σε κράτος.
Αφού καταδεικνύει τις αδυναμίες αυτές, ο Καραγιλάν αναφέρεται στην εμφάνιση του Άπο και τη συγκρότηση του PKK το οποίο εδραιώθηκε στις λαϊκές μάζες και πέτυχε να προωθήσει σε κρίσιμο και αποφασιστικό σημείο την κουρδική υπόθεση.
Το εξαιρετικό πόνημα δεν είναι ούτε μόνο μια ιστορική αναφορά στην εμφάνιση του σημαντικότερου, ίσως, κουρδικού κινήματος και στην παρουσίαση του ηγέτη του.
Είναι μια φιλοσοφική προσέγγιση του πολέμου, από ανθρώπους που τον βιώνουν καθημερινά στο πεδίο της μάχης και όχι σε κάποιο ακαδημαϊκό γραφείο, είναι μια προσπάθεια θεωρητικής αναγωγής του αντάρτικου στη Μέση Ανατολή, όπου οι συνθήκες δεν προσφέρονται για κάτι τέτοιο. Είναι, τέλος, μια αποτίμηση της χιλιόχρονης ιστορίας ενός λαού που ακόμη προσπαθεί να συγκροτηθεί σε κράτος, ελπίζοντας ότι θα τα καταφέρει.
Ο συγγραφέας, και όσοι τον βοήθησαν στην ανάλυσή του, είναι εξαιρετικά ψύχραιμος. Ακόμη και για το καθοριστικό στοιχείο για τέτοιου είδους κινήματα –τα οποία βασίζονται στη χαρισματικότητα του ηγέτη τους και τα οποία αναφέρονται σ’ αυτόν εν είδει Μεσσία–, τη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν στην Κένυα, δεν επιρρίπτει άκριτα ευθύνες αλλά επιχειρεί να αναζητήσει τους πραγματικούς λόγους της επιχείρησης. Και τους εντοπίζει, νομίζουμε εύστοχα, στην απόφαση των ισχυρών δυνάμεων να εισβάλουν στο Ιράκ. Επιχείρηση η οποία, κατά την εκτίμηση των δυνάμεων αυτών, θα δυσκόλευε με ελεύθερο τον Οτζαλάν και τις δυνάμεις του.
Για πολλούς λόγους το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαβασθεί όχι μόνο από τους φιλομαθείς αναγνώστες, αλλά και από όλους όσοι στη χώρα μας κατέχουν θέσεις που επηρεάζουν την εξωτερική της πολιτική.