Έθιμο απόλυτα συνδεδεμένο με την γιορτή της Πρωτοχρονιάς, η βασιλόπιτα συγκεντρώνει γύρω της οικογένειες, παρέες, συνάδελφους, ακόμη και αγνώστους που ανταλλάσσουν ευχές και… «κυνηγάνε» την τύχη του φλουριού.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος στη Καισαρεία της Μικράς Ασίας, ο έπαρχος της περιοχής θέλησε να μπει στην πόλη και να την λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος έκρυψε τα πολύτιμα αντικείμενα των κατοίκων μέσα σε μικρούς άρτους, προκειμένου να αποφευχθεί η γενική λεηλασία.
Τη βασιλόπιτα στον Πόντο την έκοβαν αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου, και σε κάποιες περιοχές το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς.
Πρώτα κόβανε «τη εικόνας το κομμάτ’», ύστερα του παππού, της γιαγιάς, του πατέρα, της μητέρας και των παιδιών, φωνάζοντας έναν-έναν με σειρά ηλικίας τα ονόματά τους. Μαζί μ’ αυτά βγάζανε και για τον ξενιτεμένο, αν είχαν, καθώς και για τον ξένο που τυχόν φιλοξενούσαν εκείνη τη βραδιά.
Εκείνον που του έπεφτε «η παρά» τον θεωρούσαν τυχερό και πίστευαν πως η χρονιά του θα πήγαινε καλά. Αν ήταν κοπέλα σε ηλικία για παντρειά, τότε λέγανε πως άνοιξε η τύχη της και θα παντρευτεί μέσα στο χρόνο.
Καλό σημάδι για όλη την οικογένεια ήταν αν η παρά έπεφτε «’ς σην Παναΐα».
Μετά το κόψιμο της πίτας και πριν αρχίσουν να τρώνε, ο μεγαλύτερος της οικογένειας έπαιρνε ένα πιάτο με εφτά ζευγάρια καρύδια κι ένα μονό, και τα έριχνε τρεις φορές προς τα πάνω λέγοντας: «Εξέβαμεν ας σην κακοχρονίαν κι εσέβαμεν ‘ς σην καλοχρονίαν». Άλλοι πάλι έλεγαν: «Εδέβεν ο κακόν ο χρόνον κ΄έρθεν ο καλόν».
Όσα καρύδια έπεφταν μέσα στο ταψί της βασιλόπιτας τα λέγανε τυχερά, πιστεύοντας πως τα έδωσε ο Αϊ-Βασίλης. Τα άλλα, που έπεφταν έξω απ΄το ταψί και σκορπούσαν στο πάτωμα, δεν τα μάζευαν από κάτω αλλά τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα. Μαζί μ’ αυτά άφηναν και το τραπέζι μ΄ ένα κομμάτι πίτα για τον Αϊ-Βασίλη.
Τα ανύπαντρα κορίτσια έπαιρναν κρυφά μια μπουκιά από την βασιλόπιτα, την άλειφαν με μέλι και βούτυρο και την τοποθετούσαν στο παράθυρό τους για να δουν στον ύπνο τους αν θα παντρευτούν άντρα πλούσιο ή φτωχό.