Διαβάστε ΕΔΩ το Μέρος Α΄
Ζούσε ο πατέρας σας όταν πήγατε για πρώτη φορά στα μέρη του;
Ο πατέρας μου ήταν αθεράπευτα νοσταλγός της Πατρίδας. Σε όλη του τη ζωή μιλούσε για αυτήν. Όταν γέρασε, αυτή του η ανάγκη να μιλάει για το Καρς έγινε πιο επιτακτική. Πέθανε το 1981. Τα τελευταία χρόνια τον είχα μαζί μου. Εργαζόμουν πολλές ώρες. Είχα δημιουργήσει το λογιστικό μου γραφείο και δούλευα νυχθημερόν.

Σε αυτά τα χρόνια απέκτησα και τα παιδιά μου, τρεις υπέροχες κόρες. Ήταν τα πιο δημιουργικά μου χρόνια και ταυτόχρονα τα πιο απαιτητικά.
Μου ζητούσε να τον πάω να δει το σπίτι του στο Κιουλαπέρτ. Μου μιλούσε για συγγενείς μας που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Μου έλεγε «πρεπ’ να αχπάσκουμες να παμ εβρικουμ’ ατς».
Νόμιζα πως θα τον είχα για πολλά χρόνια ακόμη και συνεχώς το ανέβαλα. Το μετάνιωσα που δεν τα άφησα όλα για να πραγματοποιήσω την τελευταία του επιθυμία να κάνουμε οι δύο μας αυτό το ταξίδι! Το είχα μέσα μου πολύ καιρό. Έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να πάω να βρω το σπίτι του, γιατί ένιωθα πως μέσα από τα δικά μου μάτια, θα το έβλεπε και αυτός.

Τελικά πήγατε. Βρήκατε το σπίτι του.
Πήγα. Αρκετά χρόνια μετά το 1997 ξεκινήσαμε με τον φίλο μου τον Νίκο Αμοιρίδη όπως προείπα. Βέβαια ήταν κι άλλοι στο γκρουπ, ο Χάρης ο Τσιρκινίδης ο λογοτέχνης, ο φιλόλογος ο Νικοπολιτίδης ο Δημήτρης που κατάγονταν από το Πεπερέκ, ένα χωριό δίπλα στο Κιουλαπέρτ, ο λυκειάρχης Δημήτρης Αθανασιάδης που έγραψε για τον Πυρρίχιο κ.ά. Το πρώτο βράδυ που μείναμε στην Τραπεζούντα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Όταν με έπιανε για λίγο ο ύπνος έβλεπα στο όνειρό μου τον πατέρα μου. Το πρωί κατεβήκαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να πάρουμε το πρωινό μας. Ο Νίκος άνοιξε συζήτηση με δύο άλλους άντρες από το γκρουπ που συνέτρωγαν μαζί μας στο ίδιο τραπέζι. Εγώ δεν έβγαζα κουβέντα. Ένιωθα πως αν μιλήσω θα αναλυθώ σε λυγμούς. Τότε με ρώτησε τι έχω και μένω σιωπηλός γιατί συνήθως είμαι λαλίστατος. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
Πείτε μας για τον Πόντο.
Πρώτα πήγαμε στην Τόνια. Πήγαμε εκεί γιατί γνωρίζαμε πως θα ακούσουμε τους ντόπιους να μιλάνε ποντιακά, θέλαμε να την ζήσουμε αυτήν την εμπειρία! Όταν φτάσαμε στην Τόνια είδαμε ανθρώπους να συρρέουν γύρω μας σαν μελίσσι! Ακούσαμε έναν κύριο να μας λέει σε άπταιστα ποντιακά: «Τσιπ ενέσπάλετε μας, ‘κι έρχουσταν ξάι αδακές, εμείς ντο θα εφτάμε χωρίς να ελέπουμεν εσάς» (μας ξεχάσατε εντελώς, άλλο δεν έρχεστε εδώ, εμείς τι θα κάνουμε εάν δεν σας βλέπουμε); Τότε του είπα: «έρθαμε να ελέπουμεν εσάς αλλά κεμετζέν ‘κι έγκαμεν»! «Ωωωωω, εστά-εστά ατώρα θα πάω να φέρω» μου απάντησε και να μην στα πολυλογώ έφερε δύο κεμετσετζήδες και χορέψαμε μαζί με τους ντόπιους Ποντίους για μια-μιάμιση ώρα.
Ποιους χορούς χορέψατε;
Τίκ’ – εκείνοι το χορεύουν κάπως νευρικά με παλμό, έχοντας τα χέρια κάτω, ομάλ’, διπάτ’, ό,τι χορεύουμε και εμείς. Θυμάμαι στην πλατεία του χωριού είχαν ένα άγαλμα ενός αντρός με ποντιακή φορεσιά, ζίπκα και πασλούκ.
Τι ακολούθησε μετά;
Μετά πήγαμε στην Τραπεζούντα. Όταν φτάσαμε, η πρώτη εικόνα ή μάλλον ο πρώτος ήχος που μας καλωσόρισε ήταν αυτός της λύρας. Περιπλανιόμασταν μέσα στα στενά και εκεί στην περιοχή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας ακούσαμε την γλυκόλαλη λύρα. Ακολουθήσαμε τον ήχο και βρεθήκαμε στην παραλία μπροστά σε ένα κέντρο που είχε έναν λυράρη τον οποίο άνετα περνούσες για δικό μας, μόνο που τραγουδούσε στα τουρκικά. Ο σκοπός που έπαιζε ήταν ποντιακός παραδοσιακός. Ερχόταν και ένα απαλό αεράκι από τη θάλασσα, ήταν το καλωσόρισμα της Τραπεζούντας!
Στο ξενοδοχείο μας περίμενε ο ξεναγός μας, ένας Τόνγιαλης ποντιόφωνος δάσκαλος, ο Μουσταφά. Όταν του είπαμε πως θέλαμε να πάμε στο Καρς, και συγκεκριμένα στο Κιουλαπέρτ, μας είπε πως δεν μπορεί να μας συνοδεύσει γιατί στην περιοχή υπήρχαν πολλοί Κούρδοι αντάρτες του PKK, και ο ίδιος φοβόταν ως Τούρκος για τη σωματική του ακεραιότητα.
Εμείς όμως ήμασταν ξεσηκωμένοι. Δεν υπήρχε περίπτωση τώρα που φτάσαμε στην πηγή να μην πιούμε.
Του είπα λοιπόν να γράψει ένα σημείωμα στα τουρκικά για τον πρόεδρο του χωριού ώστε να ξέρει με ποιους έχει να κάνει και να βεβαιωθεί πως είμαστε απλοί προσκυνητές του τόπου που γεννήθηκαν οι πατεράδες μας, έχουμε ειρηνικούς σκοπούς και δεν έχουμε καμιά πρόθεση να δημιουργήσουμε οποιοδήποτε πρόβλημα. Μετά απευθυνθήκαμε σε οδηγούς ταξί, αλλά οι αθεόφοβοι μας ζητούσαν τόσα λεφτά που δεν μπορούσαμε να τα καλύψουμε. Τότε είπαμε ότι θα πάμε με το λεωφορείο της γραμμής.
Κάντε μας μια περιγραφή της διαδρομής. Πόσες ώρες διήρκησε; Υπήρξε κάποιο γεγονός απρόοπτο;
Το λεωφορείο ήταν μικρό περίπου 30 θέσεων. Όλοι οι επιβαίνοντες ήταν Τούρκοι εκτός από εμένα, τον Νίκο και δύο Ιταλούς φοιτητές. Ξεκινήσαμε 8 το πρωί και φτάσαμε λίγο πριν νυχτώσει, γύρω στις 7 το βράδυ.
Κάνατε 12 ώρες ταξίδι με το λεωφορείο; Τόσο μακριά είναι το Καρς από την Τραπεζούντα;
Είναι γύρω στα 300 χλμ, αλλά δεν έχεις ιδέα από τουρκικές συγκοινωνίες. Γιατί φάγαμε όλη την ημέρα; Ξεκινήσαμε από το πρακτορείο και πήραμε τον δρόμο κατά μήκος του Ευξείνου Πόντου. Μόλις βγήκαμε από την Τραπεζούντα το λεωφορείο έστριψε και πήγε σε μια περιοχή με συνεργεία αυτοκινήτων. Κοιταχτήκαμε και αναρωτηθήκαμε γιατί σταματήσαμε. Ο Νίκος που ήξερε λίγα τουρκικά ρώτησε τον οδηγό ο οποίος του είπε ότι θα κάνει επισκευή το λεωφορείο. Μας φάνηκε τόσο «ανατολίτικο» όλο αυτό αλλά δεν χάσαμε την καλή μας διάθεση, βγάλαμε τις φωτογραφικές μας μηχανές και φωτογραφίζαμε το τοπίο, τα λεωφορεία, τη φύση. Ήρθαν και οι Ιταλοί που φάνηκε παράξενο και σε αυτούς το σκηνικό και κάναμε παρέα βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες.
Μετά από δύο ώρες περίπου ξεκινήσαμε και ακολουθήσαμε έναν δρόμο που πήγαινε παράλληλα στον Άκαμψι ποταμό που λέγεται Τσόρουχ στα τουρκικά. Εκείνον τον δρόμο σύμφωνα με την μαρτυρία του Νίκου Γρηγοριάδη ακολούθησαν και οι δικοί μας όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Κιουλαπέρτ. Πίσω μας είχαμε αφήσει τα Σούρμενα και το Ριζαίο. Το ποτάμι σε όλη την πλαγιά του μέχρι το Αρτβίν ήταν κατάφυτο με φυτείες τσαγιού.

Κατά διαστήματα βλέπαμε κρεμαστές γέφυρες κατασκευασμένες με σκοινιά που οδηγούσαν τους πεζούς από την μια όχθη στην αντίπερα. Κάποια στιγμή ο οδηγός έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε δίπλα σε μια τέτοια γέφυρα. Τι έγινε πάλι; Μείναμε από πετρέλαιο! Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε αυτό που ζούσαμε! Το ίδιο και οι Ιταλοί!
Ο συνοδός του λεωφορείου έκανε οτοστόπ σε ένα επιβατικό αυτοκίνητο για να πάει να πάρει καύσιμα. Μετά από κάμποση ώρα γύρισε πίσω κρατώντας ένα μπιτόνι με πετρέλαιο. Με το καλό ξεκίνησε το λεωφορείο για να σταματήσει μετά από λίγη ώρα σε ένα πρατήριο που βρισκόταν στο δρόμο για να κάνουμε ένα διάλειμμα. Εμείς πήραμε μόνο δύο πορτοκαλάδες αποφεύγοντας το φαγητό γιατί φοβόμασταν μην πάθουμε κάποια δηλητηρίαση.
Λογικό με όλα αυτά που μας λέτε!
Το λεωφορείο πέρασε από την Κιόλια και αποφασίσαμε να κατέβουμε. Αναζητήσαμε ταξί αλλά δεν βρήκαμε γι’ αυτό πήραμε ένα ντολμούς (μικρό λεωφοριάκι) που το ναυλώσαμε σαν ταξί για να μας πάει στο Κιουλαπέρτ. Καθώς κουβέντιαζε ο Νίκος με τον οδηγό εγώ φωτογράφιζα τη διαδρομή. Κάποια στιγμή ο Τούρκος οδηγός του ντολμούς πονηρεύτηκε και μας είπε: «αν ήρθατε να πάρετε τίποτα λίρες, εγώ θα σας βοηθήσω αλλά μετά θα τα μοιραστούμε»! Εμείς γελάσαμε και τον διαβεβαιώσαμε πως δεν έχουμε τέτοιον σκοπό. Φτάσαμε λίγο πριν σκοτεινιάσει.

Μας άφησε στην άκρη του χωριού και έτσι είχαμε την ευκαιρία να μπούμε μέσα στο χωριό των γονιών μας πεζή. Μάλιστα έχω μια φωτογραφία που δείχνει το Κιουλαπέρτ με τον ωραίο φωτισμό του δειλινού και τον Νίκο Αμοιρίδη να περπατάει φορτωμένος με το σακίδιό του σαν να επιστρέφει σε ένα μέρος που παρόλο που δεν έζησε ποτέ του ήταν τόσο οικείο.
Ρωτήσαμε ποιο είναι το σπίτι του προέδρου και χτυπήσαμε την πόρτα του. Αυτός μας άνοιξε μεν την πόρτα αλλά ήταν αρκετά επιφυλακτικός μαζί μας. Αμέσως του έδωσα το γράμμα, το διάβασε αλλά εξακολουθούσε να είναι δύσπιστος. Τότε ο Νίκος έβγαλε από την τσέπη του κάποιες φωτογραφίες από τον Κόλια του Τσαχούρ που είχε κάνει το ταξίδι επιστροφής νωρίτερα.

Γιατί ήταν τόσο επιφυλακτικός ο πρόεδρος; Δεν είχε ξαναδεί Έλληνες;
Δεν γνωρίζω, οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί είναι Κούρδοι. Και ο πρόεδρος Κούρδος ήταν αλλά ήταν από αυτούς που τα είχαν καλά με το τουρκικό καθεστώς και αντιμάχονταν το αγώνα του PKK. Είδε την φωτογραφία του Κόλια του Τσαχούρ μαζί με συγχωριανούς του και έτσι μας δέχτηκε. Του δώσαμε μια αναμνηστική πλακέτα που είχαμε ετοιμάσει ως ένδειξη φιλίας και κάποια δώρα, καφέ, γλυκίσματα, τσιγάρα. Μας έκανε νόημα και μπήκαμε στο σπίτι του. Καθίσαμε σε ένα δωμάτιο μαζί με τον γιο του και τον εγγονό του. Γυναίκες δεν υπήρχαν καθόλου, είχαν κρυφτεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Μας ρώτησε εάν θέλαμε καφέ και έστειλε τον εγγονό να φέρει αφού ετοίμασαν τα κεράσματα οι γυναίκες.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Μπήκε μέσα ένας ένστολος άντρας κρατώντας ένα αυτόματο όπλο. Κοιταχτήκαμε με τον Νίκο, το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη μας.
Η μέρα ήταν τόσο μεγάλη και επεισοδιακή!

Ευτυχώς ήταν ένας χωρικός που έκανε την περιπολία του ως πολιτοφύλακας. Άκουσε πως ήρθαν Έλληνες στο χωριό και ήθελε να δει ποιοι ήμασταν. Του εξήγησε ο πρόεδρος και κάθισε μαζί μας. Του δώσαμε και αυτουνού τσιγάρα και ότι είχαμε στις τσάντες μας. Μετά από λίγο έφυγε. Αφού μιλήσαμε με τον πρόεδρο τού ζητήσαμε να πάρουμε ένα τηλέφωνο για να καλέσουμε το ντουλμούς, να πάμε να κοιμηθούμε σ’ ένα ξενοδοχείο και να επιστρέψουμε με το καλό το πρωί για να μας ξεναγήσουν στο χωριό.
Ο πρόεδρος ήρθε μαζί μας στο Αρνταχάν για να μας βάλει σε ένα «καλό» όπως είπε ξενοδοχείο. Μας οδήγησε στη ρεσεψιόν του και μας άφησε στον υπάλληλο υποδοχής. Το ξενοδοχείο φαινόταν εξαρχής ότι δεν ήταν καλό. Δεν μπορούσαμε όμως να προσβάλλουμε τον πρόεδρο και έτσι πληρώσαμε και ζητήσαμε να μας οδηγήσουν στο δωμάτιό μας. Ήταν ένα δωμάτιο το οποίο δεν είχε καθαριστεί ποτέ. Η βρώμα και η δυσωδία του ήταν ανυπόφορη. Τα σκεπάσματα, σεντόνια και μαξιλαροθήκες φαινόντουσαν χρησιμοποιημένα και βρώμικα. Άνοιξα το παράθυρο να αναπνεύσουμε λίγο καθαρό αέρα και αντίκρισα τη μάντρα του τοίχου ενός στρατοπέδου. Ένας Τούρκος στρατιώτης φυλούσε σκοπιά.

Κατάλαβα γιατί μας πήγε σε εκείνο το ξενοδοχείο… Ήταν ένα έμμεσο μήνυμα. Είμαι βέβαιος πως πήγε και ενημέρωσε τον διοικητή της μονάδας πως έφερε κάποιους Έλληνες που ήθελαν να δουν το χωριό των γονιών τους. Λίγο μετά ανακάλυψα για ποιον λόγο μύριζε έτσι. Στο μπάνιο το οποίο διαχωριζόταν από το δωμάτιο με μια πλαστική κουρτίνα υπήρχαν ακαθαρσίες. Να μην στα πολυλογώ προσπάθησα να καθαρίσω για να βγάλουμε το βράδυ σε εκείνο το μέρος. Ψευτοκοιμηθήκαμε καθισμένοι ακουμπώντας στον τοίχο, περιμένοντας να ξημερώσει και να εγκαταλείψουμε εκείνο το απαίσιο μέρος. Στις 5 το πρωί φύγαμε, βρήκαμε ένα καφενείο ανοιχτό, ήπιαμε έναν καφέ και μισθώσαμε ένα ταξί για να μας πάει πίσω στο Κιουλαπέρτ.

Με το που φτάσαμε στο Κιουλαπέρτ ανέβηκα πάνω σε μια από τις οροφές των σπιτιών, που εύκολα ανεβαίνεις γιατί τα σπίτια ήταν χτισμένα στην πλαγιά κι άρχισα να τραβάω φωτογραφίες όλο το χωριό. Ο Νίκος πήρε φωτογραφίες από τα δάση που περιβάλλουν το χωριό. Αυτές τις φωτογραφίες τις έδωσα στην κόρη μου την γραφίστρια και έκανε ένα μοντάζ που τυπώθηκε σε γιγαντοαφίσες το οποίο όταν το βλέπεις στο μουσείο της Μεταμόρφωσης νομίζεις πως είσαι μέσα στο χωριό.
Φεύγοντας από το Κιουλαπέρτ πήραμε από την κεντρική βρύση του χωριού που γέμιζαν τα κανάτια τους οι γιαγιάδες μας νερό και από τα κοιμητήρια που ήταν θαμμένοι οι πρόγονοί μας, τα οποία δεν υπάρχουν πια, χώμα.
Μέρος του χώματος αυτού το ρίξαμε στα κοιμητήρια της Μεταμόρφωσης και κρατήσαμε λίγο σε ένα βάζο το οποίο εκτίθεται στο μουσείο μας.
Η διήγησή σας ήταν συγκλονιστική κ. Πέτρο. Μας ταξιδέψατε και εμάς στον τόπο των παππούδων μας.
Έχω δεθεί τόσο πολύ με τον τόπο του πατέρα μου! Νιώθω πως η μισή μου καρδιά είναι εκεί στο Κιουλαπέρτ και η άλλη μισή στη Μεταμόρφωση που γεννήθηκα. Έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου –από τότε που ήμουν φοιτητής στην Βιομηχανική– στη Θεσσαλονίκη αλλά η καρδιά μου έμεινε στο Κιουλαπέρτ.

Την τρίτη και τελευταία φορά που πήγα στον Πόντο είχα μαζί μου τη γυναίκα μου και δύο από τις τρεις κόρες μου. Ήθελα να δουν τα παιδιά μου που γεννήθηκε ο παππούς τους, ήθελα με αυτόν τον τρόπο να εκπληρώσω το «χρέος μου». Όταν φτάσαμε στο χωριό οι κάτοικοι μας φέρθηκαν φιλικά. Ένας ηλικιωμένος άντρας με θυμήθηκε, με πλησίασε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε: «εσύ ξαναήρθες»! Ο γερο-Οσμάν δεν ζούσε πια.

Το σπίτι μας είχε περάσει στα χέρια άλλου ανθρώπου που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Οι φθορές από τα χρόνια ήταν πια εμφανείς και μη αναστρέψιμες.
Ζήτησα το «ανοιγάρ» το κλειδί από τον καινούργιο ιδιοκτήτη και αυτός μου το έδωσε. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Ήξερα πως είναι η τελευταία φορά που επισκέπτομαι το σπίτι μας, γιατί δεν θα ήθελα να το δω γκρεμισμένο.
Έπεσε το μάτι μου στο τραπεζάκι, τον σοφρά που έτρωγε η οικογένεια του πατέρα μου. Βρήκα το θάρρος και το ζήτησα από τον άνθρωπο που εκμεταλλευόταν το σπίτι. Το κοίταξε, είδε πως δεν έχει καμιά απολύτως αξία για αυτόν και μου έγνεψε καταφατικά να το πάρω. Ήμουν πολύ χαρούμενος, ένιωθα πως είχα σώσει κάτι από το σπιτικό μας στο Κιουλαπέρτ. Τον σοφρά τον δώρισα στο Μουσείο της Μεταμόρφωσης, εκεί βρήκε την θέση του ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα- ιδιοκτησίες των Κιουλαπερτλήδων, των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από το Καρς και ρίζωσαν στην Μεταμόρφωση του νομού Κιλκίς!

Το ταξίδι στον Πόντο, δεν είναι ταξίδι αναψυχής.
Είναι προσκυνηματικός προορισμός ακόμα και για εμάς που δεν έχουμε βιώματα έχουμε όμως ακούσματα και μάλιστα τόσο δυνατά που τα νιώθουμε ως βιώματα.
Αλεξία Ιωαννίδου
















