Το Κιουλαπέρτ είναι ένα από τα παλαιότερα χωριά του Καρς. Ιδρύθηκε το 1829, μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-29. Από τους πρώτους αυτούς κατοίκους-ιδρυτές δυο- τρεις οικογένειες ήρθαν από την περιοχή της Ματσούκας. Αυτοί λέγονταν Ματσουκετάντ. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του πληθυσμού εγκαταστάθηκε στο Κιουλαπέρτ μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-78, από τα χωριά της περιοχής της Αργυρούπολης: Μοναστήρ, Θέμπαιδα, Μαυραγγέλ, Έβρενα, Άτρα, Χάραβα, Κιαλιαχούρ κ.ά.
Όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πατρίδα, 120 οικογένειες από το Κιουλαπέρτ εγκαταστάθηκαν στο νομό Κιλκίς, στο χωριό Τσιτεμπλί που αργότερα μετονομάστηκε σε Μεταμόρφωση.
Ανάμεσά τους και η οικογένεια του Πέτρου Σιδηρόπουλου, ερευνητή και ιδρυτή του πανέμορφου Λαογραφικού Μουσείου της Μεταμόρφωσης που μίλησε στο pontosnews.gr για τη ζωή του.
Από που κατάγεστε κ. Σιδηρόπουλε;
Γεννήθηκα στην Μεταμόρφωση, ένα προσφυγικό χωριό του νομού Κιλκίς, το 1945. Ο πατέρας μου Λάζαρος γεννήθηκε στον Καύκασο, στο Κυβερνείο του Καρς, το 1895. Ήταν από το Κιουλαπέρτ, ένα από τα μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, που είχε 2.000 κατοίκους. Η μητέρα μου Σοφία Αβραμίδου γεννήθηκε το 1905 στο Χατζίκιοϊ- Κιουμούς Μαδέν του Δυτικού Πόντου, σε μεταλλουργική περιοχή. Αυτοί ήρθαν μετά, με την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Η μάνα μου δεν μιλούσε γι’ αυτά, δεν ήθελε να θυμάται.

Δυστυχώς έτσι εποίναν οι παλαιοί εμούν. Ίσως δεν ήθελαν να μεταδώσουν το τραύμα στην κατιούσα γενιά. Προστατευτικά το έκαναν.
Ναι αλλά μας άφησαν στα σκοτάδια. Εγώ επέμενα στις ερωτήσεις και εκείνη απέφευγε να μιλήσει. Έτσι λοιπόν δεν γνωρίζω και πολλά για την οικογένεια της μητέρας μου. Από τα λίγα που μου είπε είναι πως οι γονείς της πέθαναν στην Πατρίδα και στο ταξίδι της προσφυγιάς βρέθηκε σε άλλο καράβι από τα αδέλφια της, το οποίο την κατέβασε στην Λευκάδα! Μέσω του Ερυθρού Σταυρού η οικογένεια ενώθηκε ξανά στη Βυρώνεια Σερρών.



Για την οικογένεια του πατέρα μου γνωρίζω πως ο παππούς μου ο Πέτρος Σιδηρόπουλος, γεννήθηκε στην περιοχή της Αργυρούπολης σε ένα χωριό που λέγεται Μοναστήρ’ το 1866. Είχαν πάει στο Κιουλαπέρτ, μετά από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Οι Αργυρουπολίτες όπως και οι υπόλοιποι Πόντιοι, δέχτηκαν τους Ρώσους ως απελευθερωτές. Όταν υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης στον Άγιο Στέφανο για την κατάπαυση του πυρός, αποσύρθηκαν τα ρώσικα στρατεύματα στην περιοχή που ήταν ένα τμήμα της παλιάς Αρμενίας με πρωτεύουσα το Καρς.
Επομένως αυτό που λένε κάποιοι ότι στον Ανατολικό Πόντο ήμασταν «τυχεροί» και δεν υποστήκαμε τόσο σκληρά τις συνέπειες της Γενοκτονίας είναι αλήθεια; Από τις πηγές που διαβάζω γνωρίζω πως οι μισοί Καρσλήδες πέθαναν στον δρόμο για το Βατούμ! Επιπροσθέτως δεν γνωρίζω καμιά καρσλήδικη οικογένεια που δεν έχει θρηνήσει μέλη της λόγω του ξεριζωμού.
Έτσι ακριβώς είναι, τραβήξαμε τα πάνδεινα! Άδειασε το χωριό του πατέρα μου το Κιουλαπέρτ και βρέθηκε στο δρόμο του ξεριζωμού. Ξεκίνησαν με κάρα για να πάνε στο Βατούμ γιατί άρχισαν οι σφαγές. Το 1918 στο Αρνταχάν έγιναν πολλές σφαγές Αρμενίων. Γνωρίζαμε πως ερχόταν και η σειρά μας. Στο δρόμο μέσα στη βαρυχειμωνιά ψοφούσαν τα ζώα. Όσοι είχαν αδύναμη κράση, δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Ο Γρηγοριάδης Νικόλαος ο επονομαζόμενος «Κόλιας τη Τσαχούρ» αναφέρει στο ημερολόγιό του πως όταν κατέβηκαν στην Καλαμαριά και μετέπειτα έψαχναν τόπο να εγκατασταθούνε γιατί πέθαιναν κατά δεκάδες κάθε μέρα στην καραντίνα, έστειλαν επιτροπές σε διάφορα μέρη. Επισκέφτηκαν και τη Μεταμόρφωση.

Είδαν στην είσοδο του χωριού που μέχρι τότε ονομαζόταν τουρκικά Τσιτεμπλί, δύο μικρά ποταμάκια να ενώνονται. Έτσι ήταν και στο Κιουλαπέρτ μόνο που εκεί ήταν πιο ρηχά.
Η μητέρα μου, επίσης Μεταμορφωσιώτισσα, μου είπε μια φήμη που κυκλοφορούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως είδαν τα πλατάνια στην είσοδο του χωριού πλάι στο ρέμα και νόμισαν πως είναι καρυδιές. Ήταν απλοί άνθρωποι και ταλαιπωρημένοι ήθελαν να ριζώσουν κάπου, τράβηξαν πολλά.
Τράβηξαν πολλά και είδαν πολλά! Θα σου διηγηθώ μια ιστορία για έναν μικρό Αρμένη. Έγινε σφαγή στην πόλη του το Αρνταχάν, είδε με τα μάτια του τους Τούρκους να σφάζουν τους γονείς του και πανικόβλητος βγήκε στο δρόμο και ανακατεύτηκε με μια μικρή ομάδα ατόμων που έτρεχε να ξεφύγει από τους Τούρκους. Μια κοπέλα 16-17 χρονών τον πήρε μαζί της και περπατούσαν με κατεύθυνση προς τη Γεωργία. Περνώντας έξω από το Κιουλαπέρτ, γιατί το Κιουλαπέρτ είναι πολύ κοντά στο Αρνταχάν γύρω στα 7-8 χλμ, έκαναν μια στάση και έσφαξαν την αγελάδα που είχαν μαζί τους. Έφαγαν το κρέας της και έδεσαν στα πόδια τους το δέρμα της κάνοντας αυτοσχέδια τσαρούχια. Η κοπέλα άφησε τον Λάζαρο (έτσι λέγανε τον μικρό Αρμένη) στο Κιουλαπέρτ, γνωρίζοντας πως πρόκειται για ελληνικό χωριό που οι κάτοικοί του θα τον περιθάλψουν και θα τον υιοθετήσουν. Αυτός μετά ήρθε με τους Κιουλαπερτλήδες στην Ελλάδα, στην Μεταμόρφωση και πολιτογραφήθηκε ως «Νεοφυτίδης» επειδή κανένας, ούτε ο ίδιος, δεν γνώριζε το πραγματικό του επίθετο.
Το επιθετό σας, κ. Σιδηρόπουλε, έχει κάποια σχέση με πιθανή ασχολία των προγόνων σας με τα ορυχεία;
Μπορεί ναι. Ο παππούς μου δεν είχε σχέση με τα ορυχεία αλλά είχε ο προπάππους μου και συγγενείς μας. Στο Μοναστήρ’ υπήρχαν τρία ορυχεία χαλκού και αργύρου. Μάλιστα εκείνη η περιοχή δεν κατακτήθηκε από τους Μωαμεθανούς. Η Χαλδία, κατακτήθηκε μετά από 18 χρόνια από την Άλωση της Τραπεζούντας, γι’ αυτό και η περιοχή της Αργυρούπολης δέχτηκε μεγάλο όγκο πληθυσμού από τους εξορισμένους Τραπεζούντιους. Έτσι εξηγείται το υψηλό επίπεδο ζωής και η μόρφωση των Αργυρουπολιτών, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τους παλιούς Τραπεζούντιους. Λέγεται πως και οι απόγονοι των Αυτοκρατόρων, στη Χαλδία κατέφυγαν.
Στο Κιουλαπέρτ έγινε κάποιο επεισόδιο με τους Τούρκους;
Στο Κιουλαπέρτ δεν μπήκαν οι Τσέτες γιατί οι δικοί μας είχαν δημιουργήσει ισχυρές ομάδες αυτοάμυνας – κάτι σαν πολιτοφυλακή. Μάλιστα είχαν πάει Κιουλαπερτλήδες στο Καρς για να φέρουν οπλισμό για να οπλίσουν αυτές τις ομάδες.
Ποιος έδινε αυτόν τον οπλισμό;
Ήταν το 1918-1919 όταν αποχωρούσαν τα στρατιωτικά τμήματα των Ρώσων. Βέβαια δεν γινόταν επίσημα αυτό. Δεν άφηνε ο ρωσικός στρατός τον οπλισμό του για να τον πάρουν οι Έλληνες. Τότε γινόταν εμφύλιος στη Ρωσία. Το 1917 έγινε η Ρωσική Επανάσταση αλλά δεν άλλαξε ευθύς αμέσως το καθεστώς. Μέχρι το 1921 κράτησε ο ρωσικός εμφύλιος, ο ρωσικός στρατός εξακολουθούσε να υπάρχει, ιδίως στην περιοχή του Καυκάσου. Γινόταν μάχες μεταξύ τους.

Ο Κόλιας τη Τσαχούρ δηλαδή ο Νίκος Γρηγοριάδης, αναφέρει πως βρέθηκε με άλλους Κιουλαπερτλήδες σε ένα τουρκικό χωριό όταν τους έπιασε η νύχτα και φοβήθηκαν μήπως τους σφάξουν οι Τούρκοι. Για καλή τους τύχη συνάντησαν τον ρωσικό στρατό που περνούσε εκείνη την ώρα από την περιοχή και σκόπευε να διανυκτερεύσει και έτσι γλίτωσαν από τους Τούρκους.
Πείτε μας για την πρώτη φορά που πήγατε στο χωριό του πατέρα σας το Κιουλαπέρτ.
Ο πατέρας μου, όταν ζούσε μου είχε πει πως το σπίτι μας ήταν δίπλα στο ποτάμι. Στο πρώτο ταξίδι πήγαμε μαζί με τον φίλο και συγχωριανό μου Νίκο Αμοιρίδη. Θυμάμαι που ο Νίκος είχε συμβουλευτεί τον παππού του και έκανε ένα σκαρίφημα του χωριού –έναν χάρτη με τις γειτονιές, τα σπίτια κ.τ.λ. Με το που μπήκαμε μέσα στο χωριό ψάχναμε να βρούμε το σχολείο για να προσανατολιστούμε. Όταν φτάσαμε στο Κιουλαπέρτ μας είπε ο πρόεδρος του χωριού πως το σχολείο γκρεμίστηκε, αλλά προθυμοποιήθηκε να μας δείξει τον χώρο που ήταν άλλοτε. Ανοίξαμε τον χάρτη του Νίκου και είδαμε πως πίσω από το σχολείο ήταν τα σπίτια των Ιορδαμάντων και των Γουμπράντων (προσωνύμιο των Σιδηροπουλέων). Ναι αλλά ποιο από τα δύο ήταν το σπίτι του παππού μου;

Τότε θυμήθηκε ο Νίκος πως κάποτε του είχε πει ο παππούς του ότι το σπίτι των Ιορδαμάντων ήταν το μοναδικό που ήταν χτισμένο με επεξεργασμένη-τετραγωνισμένη πέτρα. Αμέσως έκανα την ταυτοποίηση του σπιτιού που γεννήθηκε ο πατέρας μου. Ανατρίχιασα! Προχωρήσαμε με γοργά βήματα προς το σπίτι και βρήκαμε έναν γεροντάκο ονόματι Οσμάν από έξω. Ήταν ο «ιδιοκτήτης του». Μόλις του εξηγήσαμε ποιοι είμαστε ο Οσμάν είπε: «Ωωωωω….Hoş geldin» (καλωσορίσατε). Μπήκα στο σπίτι του παππού μου. Ήμουν πολύ αναστατωμένος από τη συγκίνηση. Το σπίτι ήταν όπως ήταν τα πιο πολλά προσφυγικά σπίτια.

Πώς ήταν τα σπίτια στο Κιουλαπέρτ;
Εξωτερικά ήταν πέτρινα. Εσωτερικά είχαν έναν μεγάλο διάδρομο. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν συνήθως δύο δωμάτια και στο βάθος υπήρχε η κουζίνα που είχε και τζάκι και εκεί κάθονταν. Όπως βγαίνουμε από το σπίτι πάμε στους βοηθητικούς χώρους, το κουζινάκι, η αποσκευή –αποθήκη και πίσω ο στάβλος.
Όλα τα σπίτια του Κιουλαπέρτ ήταν μονώροφα. Μόνο ένα, του Χατζηκυριακού που ήταν μεγάλος έμπορος, ήταν διώροφο. Ήταν χτισμένα σε επικλινές έδαφος, χωρίς κεραμίδια ή λαμαρίνες, με χαρτώματα.
Λαμαρίνες έβαλαν οι Τούρκοι μετά που φύγαμε. Οι δικοί μας έβαζαν στην οροφή καδρόνια, σανίδια και πάνω από αυτά ένα χοντρό στρώμα σαν πηλό και από επάνω γύρω στα 50 εκ. χώμα πολύ καλά πατημένο. Το Κιουλαπέρτ βλέπεις βρίσκεται σε υψόμετρο 1.800 μέτρων. Είχε χιόνια συνεχώς και μόνιμα από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Μάιο. Άνοιγαν διαδρόμους μέσα στο χιόνι για να περπατήσουν. Τα ζώα ήταν μέσα στους στάβλους αυτούς τους μήνες. Στο ταβάνι του στάβλου είχαν μια οπή που εκεί στίβαζαν τα χόρτα, την τροφή των ζώων. Από εκεί τραβούσαν κάτω τα χόρτα και τάιζαν τα ζωντανά. Ήταν πρακτικοί άνθρωποι.
Είχε παρχάρια το μέρος;
Εμείς δεν τα λέγαμε παρχάρια αλλά γιαϊλέδες. Τα «παρχαρόσπιτα» ήταν πίσω από τα βουνά. Ήμασταν σε υψόμετρο 1.800 μέτρων όπως σου είπα! Όλη η περιοχή του Καρς βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο. Δεν μπορείς όμως να αντιληφθείς ότι είσαι τόσο ψηλά γιατί είναι ένα μεγάλο οροπέδιο και είχε λόφους γύρω από το χωριό.

Πίσω από εκείνους τους λόφους ήταν οι γιαϊλέδες, με τις καλύβες όπου γίνονταν όλες οι εργασίες για την παρασκευή τυριού, βουτύρου, γιαουρτιού (ξύγαλα) κ.τ.λ., κατά τους θερινούς μήνες όταν έβοσκαν τα ζώα ελεύθερα.
Πείτε μας τι είδατε στο σπίτι σας.
Είχα ακούσματα από την πρώτη γενιά των προσφύγων γιατί όταν γίνονταν παρακάθεα στο σπίτι μας καθόμουν και άκουγα με προσοχή τι έλεγαν οι μεγάλοι. Συχνά στις συζητήσεις τους αναπολούσαν τα χρόνια που έζησαν στη γενέθλια γη τους, πώς ήταν το σπίτι τους, με τι ασχολούνταν, όμορφες ιστορίες από την Πατρίδα. Θυμάμαι λοιπόν που έλεγαν οι μεγάλοι άντρες πως στο Κιουλαπέρτ είχαν «κατ’ μεσάδες δύο – τριοι νομά τ’ κι επόρναν να εγκαλάσκουσαν ατά. Έκοφταν έναν δέντρον, εκουβάλναν ατο και έπλωναν ατο ασ έναν τουβάρ σ’ άλλο και εποίναν τα παθενία» (δηλαδή στο Κιουλαπέρτ είχαμε κάτι δέντρα που δύο-τρεις άντρες δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν περιμετρικά τον κορμό τους –τόσο μεγάλα. Έκοβαν ένα δέντρο, το κουβαλούσαν και το άπλωναν από τον έναν τοίχο στον άλλο και έτσι έφτιαχναν τις φάτνες για τα ζώα). Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση όταν ήμουν μικρός γιατί εμείς τις φάτνες τις χτίζαμε.

Μόλις μπήκα μέσα στο σπίτι ήταν σαν να άκουγα τη φωνή του πατέρα μου να μου το περιγράφει. Πήγα στο μαντρί και είδα με τα μάτια μου αυτό που έλεγαν οι γεροντάδες στα παρακάθεα. Έναν μεγάλο κορμό δέντρου που έπιανε από το έναν τοίχο στον άλλο και στο κενό που δημιουργούνταν θέση για τα χόρτα για να τρώνε τα ζώα. Υπήρχε ακόμα σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που ξεριζώθηκαν οι δικοί μας!
Οι Κούρδοι ή Τούρκοι που πήραν τα σπίτια μας στο χωριό μας το Κιουλαπέρτ δεν νιώθουν ότι είναι δικά τους. Δεν έκαναν ούτε μια παραμικρή αλλαγή, μια τροποποίηση σε αυτά. Όταν επιτράπηκε από το τουρκικό κράτος στους Έλληνες να πάνε ταξίδι στους τόπους από όπου τους ξερίζωσαν, πήγαν και οι δικοί μας οι πρώτης γενιάς πρόσφυγες με τα παιδιά τους να δούνε ξανά το Κιουλαπέρτ. Ένας-ένας έβρισκε το σπίτι του και συγκινημένος χτυπούσε την πόρτα για να ρωτήσει τον καινούργιο ιδιοκτήτη εάν του επιτρέπει να το ξαναδεί. Οι περισσότεροι τους έλεγαν ότι καλά έκαναν και επέστρεψαν αλλά δεν είχαν λεφτά για να τους δώσουν τα ενοίκια για τη χρήση των σπιτιών τους! Οι δικοί μας τους απαντούσαν πως δεν θέλουν ενοίκια αλλά να τους αφήσουν να περάσουν ξανά το κατώφλι του σπιτιού τους!
Από μικρό αγόρι είχα την εντύπωση πως ο Καύκασος ήταν το πιο ψηλό σημείο, το πιο ωραίο μέρος του κόσμου, το στέμμα του. Τόσο εξιδανικευμένο τον είχα.
Μετά όταν πήγα στο σχολείο και διάβασα στην μυθολογία την ιστορία του Προμηθέα Δεσμώτη, βεβαιώθηκα πως για να διαλέξει αυτό το μέρος ο Δίας και να δέσει τον Προμηθέα, σίγουρα είναι η κορυφή του κόσμου!

Συνεχίζεται…
Αλεξία Ιωαννίδου
Διαβάστε αύριο το Μέρος Β’.
⇒ Διαβάστε επίσης: Μεταμόρφωση Κιλκίς, το χωριό όπου εγκαταστάθηκαν οι Καρσλήδες από το Κιουλαπέρτ του Πόντου
















