Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 23 Δεκεμβρίου 1975, σε μια οικογένεια με διαφορετικές γεωγραφικές και πολιτισμικές αφετηρίες. Ο πατέρας του Μανώλης Παπακαλιάτης κατάγεται από την Κρήτη, ενώ η μητέρα του Βίλλυ Μαλάμη είναι ελληνικής καταγωγής από τη Νότια Αφρική.
Όταν ο Χριστόφορος ήταν τεσσάρων ετών, οι γονείς του χώρισαν. Τα επόμενα χρόνια τον βρήκαν στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε με τη μητέρα του και τον μικρότερο αδελφό του Φίλιππο. Από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του απέκτησε ακόμη δύο αδέλφια, τον Στέφανο και τη Νάρα, με τα οποία μοιράζεται μια οικογενειακή σχέση, βαθιά αγαπησιάρικη.
Στα παιδικά του χρόνια δεν ζούσε ιδιαίτερα έξω, μάλλον κρυβόταν μέσα, παρατηρούσε, ξέφευγε.
Μικρός ήταν και ήδη ο νους του γύριζε σε μέρη που δεν υπήρχαν, όχι για να δραπετεύσει, αλλά για να φτιάξει κάτι διαφορετικό απ’ το πραγματικό. Το «αλλού» δεν ήταν φυγή. Ήταν εργαλείο, τρόπος να βλέπει τον κόσμο λίγο άσπρο, λίγο μαύρο. Κι αυτή η δίψα για έναν άλλο τρόπο να λέγονται τα πράγματα; Έμεινε. Εγκαταστάθηκε. Έγινε το κέντρο του δικού του κόσμου.

«Δεν ήμουν ήρεμος, δεν ήμουν καλός μαθητής. Ήμουν ένα πολύ ατίθασο παιδί, ήμουν πάρα πολύ κακός μαθητής, δεν με αφορούσε καθόλου το κομμάτι του μαθήματος, με αφορούσε να γράφω ιστορίες, με αφορούσε το θέατρο, να φτιάχνω έργα, να κάνω παραστάσεις» είχε παραδεχτεί στη Φαίη Σκορδά ο ίδιος σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις που δίνει. Και συνέχιζε: «Ήμουν ένα πολύ ατίθασο παιδί, πολύ συναισθηματικό και έλεγα πάρα πολλά ψέματα. Ήμουν μυθομανής, ό,τι με ρώταγες θα έλεγα ψέματα. Αν με ρώταγες κάτι, εγώ θα σου έλεγα το άλλο και πολλές φορές από κεκτημένη ταχύτητα χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος. Η μητέρα μου, όπως και ο πατέρας μου, είναι και οι δύο πολύ καλοί άνθρωποι, ήταν και πολύ νέοι όταν ήμουν εγώ και ο Φίλιππος παιδιά. Επειδή μεγαλώσαμε χώρια από τον πατέρα μου, πάντα συνεργαζόντουσαν στο πώς θα γίνει το μεγάλωμά μας και νομίζω ότι έκαναν πολύ καλή δουλειά».
Δεν του έλειψε ποτέ τίποτα. Ακόμα και η πατρική φιγούρα, αν και απούσα από την καθημερινότητά του, ήταν σαν να μην τον άγγιξε ποτέ ψυχικά όπως συνέβη για άλλα παιδιά χωρισμένων γονιών.
Όπως έχει αποκαλύψει, «Μεγάλωσα σε μια μονογονεϊκή οικογένεια από 4 χρόνων. Ο πατέρας μου πάντα υπήρχε, πάντα ήταν παρών και πάντα υποστηρικτικός και δεν μας έλειψε τίποτα. Έγραφα σενάρια. Το πρώτο μου σίριαλ είναι το Έχω. Είναι 20 επεισόδια από μία σειρά, που ούτε ήξερα πώς να γράφω, πρέπει να ήμουν 6η δημοτικού. Δέκα χρόνων ήμουν και είχα γράψει μια ολόκληρη τηλεοπτική σειρά. Δεν είχε τέλος αλλά ήταν με αρχή και μέση. Ήταν πολύ ξεκάθαρο πως προς τα εκεί πήγαινα. Όποτε μιλάω με γονείς, με φίλους που τα παιδιά τους έχουν μια τέτοια κλίση, το μόνο που τους λέω είναι ότι “καλλιεργήστε το να μπορεί να το εξελίξει”».
Στα δεκάξι του, ακόμη μαθητής, βρήκε μια αγγελία για ηθοποιούς – ζητούσαν πρόσωπα για σειρά της εταιρείας Studio ATA. Κινήθηκε γρήγορα, σχεδόν ενστικτωδώς, χωρίς να σκεφτεί πολύ, χωρίς καμία προϋπόθεση. Έτυχε να πάρει ένα μικρό μέρος στη σειρά «Οι απαράδεκτοι», δημιουργία της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Μέσα στο ’92, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση. Δεν φανταζόταν όμως ότι από εκεί θα ξεκινούσε μια πορεία που θα την ακολουθούσε για πολλά χρόνια και θα τον έφτανε στην κορυφή.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, η τηλεόραση τον δίδαξε σαν να ήταν κάποιο μάθημα χωρίς κανόνες. Μέσα στη σεζόν 1992-1993, εμφανίστηκε σε τέσσερις παραγωγές. Ανάμεσά τους «Οι φρουροί της Αχαΐας», «Γυναίκες» και «Κωστής Παλαμάς». Εκείνη την εποχή, άρχισε να εμφανίζεται στη σάτιρα του Λάκη Λαζόπουλου «Δέκα μικροί Μήτσοι», ως ο Τζίμης. Το σόου έμεινε στον αέρα ως το 2001. Η φράση «Πάμε πλατεία» ζωντάνεψε στα χείλη όλων. Έγινε γνωστός πολύ νωρίς, πριν καν γίνει 18, σαν να τον ερωτεύτηκε το φως της κάμερας.
Είχε ήδη κερδίσει την αναγνώριση από το κοινό, όμως δεν έμεινε κολλημένος σε μόνο μια φιγούρα. Το ’93 βρέθηκε στη σειρά «Αναστασία» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, που γνώρισε τεράστια επιτυχία στον «αέρα» του Mega. Ένα χρόνο μετά, εμφανίστηκε στο επίσης πολύ επιτυχημένο «Ανατομία ενός εγκλήματος» του Πάνου Κοκκινόπουλου. Την τηλεοπτική σεζόν 1996-97, πήρε τον πρώτο ρόλο στη δραματική σειρά «Βαμμένος ήλιος» στον ANT1, ενώ ταυτόχρονα βρισκόταν σε γυρίσματα και για τη δεύτερη σεζόν της κωμικής σειράς «Ντόλτσε βίτα», ως Χάρης. Λίγο μετά, τη σεζόν 1998-1999, πρωταγωνίστησε στο «Άγγιγμα ψυχής» με σκηνοθέτη τον Μανούσο Μανουσάκη, έχοντας στο πλευρό του επίσης επιτυχημένους ηθοποιούς όπως ο Σταύρος Ζαλμάς, η Θεοφανία Παπαθωμά, ο Γιάννης Βόγλης και η Δήμητρα Ματσούκα.
Έως τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ‘90, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είχε πια γευτεί αρκετές εμπειρίες ως ηθοποιός. Το 1997, μόλις στα 24 του, έκανε ένα βήμα πίσω από την κάμερα και άρχισε να σκέφτεται με δικά του λόγια τις ιστορίες που τον… κυνηγούσαν. Δημιούργησε το πρώτο του σενάριο, με τίτλο «Η ζωή μας μια βόλτα», που μετάδωσε το Mega Channel. Ξεκίνησε με 14 επεισόδια πιλοτικά, αλλά η ανταπόκριση του κοινού έκανε τη διαφορά –του ζητήθηκαν ακόμα δέκα. Στην παρέα του μπήκαν η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, ο Χάρης Ασημακόπουλος, κι η Γωγώ Μπρέμπου.

Εμπιστεύτηκε την πρώτη του δουλειά στην τηλεόραση, και αυτή τελικά έγινε η πύλη για ό,τι θα ακολουθούσε. Τη σεζόν 2000-2001 ήρθε το «Να με προσέχεις», μια δραματική σειρά όπου δύο αδέλφια μοιράζονται τον ίδιο έρωτα. Δύο χρόνια μετά, δημιουργεί την τηλεταινία Τρεις ευχές – δικό του κείμενο και με πρωταγωνιστικό ρόλο. Μεταξύ 2002 και 2004, ήρθε και η πιο επιτυχημένη τηλεοπτική δουλειά του, η σειρά «Κλείσε τα μάτια». Η υπόθεση περιστρεφόταν γύρω από μια μητέρα με την κόρη της, που είχαν ερωτευτεί τον ίδιο άντρα. Σ’ αυτήν την παραγωγή, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δοκίμασε για πρώτη φορά τη σκηνοθεσία. Έπειτα από ένα διάλειμμα μιας σεζόν, επέστρεψε τηλεοπτικά το 2005-2006 με τη σειρά «Δυο μέρες μόνο». Την περίοδο 2009-2010, παρουσίασε το πέμπτο του project στη μικρή οθόνη, με τίτλο «4».
Το 2012 είπε πως άρχισε να βλέπει τα κενά της ιδιωτικής τηλεόρασης. Γι’ αυτό επέλεξε να γυρίσει σελίδα, να πάει εκεί όπου έτρεχε το μυαλό του από την αρχή, στον κινηματογράφο. Έναν χρόνο πριν, το 2011, τον είδαν στη σκηνή του θεάτρου Βρετάνια να παίζει τον Μότσαρτ στο Αμαντέους, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη.

Ο τελικός στόχος
Τα Χριστούγεννα του 2012 έκανε πρεμιέρα η πρώτη του κινηματογραφική ταινία, Αν…, στην οποία υπέγραφε το σενάριο και τη σκηνοθεσία αλλά και πρωταγωνιστούσε. Η ταινία ξεπέρασε τις 532.000 πωλήσεις εισιτηρίων. Ήταν ένας θρίαμβος.
Και επειδή το «πότε θα επιλέξεις το σωστό timing» φαίνεται πως αφορά απόλυτα τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, τα Χριστούγεννα του 2015 ακολούθησε η δεύτερη κινηματογραφική του δουλειά, Ένας άλλος κόσμος (Worlds Apart), σε σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή και με πρωταγωνιστή πάλι τον ίδιο. Η ταινία απέσπασε εισπράξεις 4,5 εκατομμυρίων ευρώ, θεωρήθηκε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία ελληνικής ταινίας της τελευταίας δεκαετίας και προβλήθηκε και στο εξωτερικό το 2017. Στο πλαίσιο της προώθησής της, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης ταξίδεψε σε περισσότερες από δεκαπέντε πόλεις της Ελλάδας και συμμετείχε σε συζητήσεις με το κοινό, ενώ στην Ελλάδα η ταινία ξεπέρασε τις 500.000 πωλήσεις εισιτηρίων.
Η πρόταση από τις Ηνωμένες Πολιτείες μάλιστα, η οποία ήταν ιδιαίτερα δελεαστική, ήρθε εκείνη την περίοδο, όμως ο Χριστόφορος την αρνήθηκε. Μάλιστα, είχε εξηγήσει στην ίδια συνέντευξη με τη Φαίη Σκορδά: «Αυτό ήταν όταν βγήκε η ταινία Ένας άλλος κόσμος στο εξωτερικό και επειδή πήγε σε διάφορες πολιτείες της Αμερικής, ήρθαν ατζέντηδες στο Λος Άντζελες και μου είπαν “κάτσε εδώ γιατί θέλουμε να δουλέψουμε μαζί” και είπα εγώ “ναι” και ήρθαν διάφορα σενάρια στα χέρια μου για να σκηνοθετήσω μόνο. Δεν ήταν αυτό που ήθελα να κάνω, ήμουν και σε μια περίεργη φάση, φοβήθηκα, έκανα πίσω, ήθελα να κάτσω, ήθελα να κάνω τη δική μου ταινία. Μου αρέσει που απενοχοποιημένα πια μπορώ να πω ότι μου αρέσει να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες. Έκανα πάρα πολλά χρόνια να παραδεχτώ ότι θέλω να είμαι σκηνοθέτης».
12 χρόνια μετά – Η επιστροφή
Για δώδεκα χρόνια λειτούργησε εκτός τηλεοπτικού πεδίου. Το 2022, όμως, εμφανίστηκε ξανά με τη σειρά «Maestro», με την οποία ανέλαβε να είναι το… πρώτο βιολί. Σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή, και βέβαια πρωταγωνιστής. Και ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία της σειράς που έφτασε να γίνει και η πρώτη ελληνική σειρά στο Netflix.

Έξι νέα επεισόδια άνοιξαν το δεύτερο κύκλο, με μετάδοση και από τα δύο κανάλια δηλαδή και Mega και Netflix. Η πρώτη προβολή τους έγινε στις 16 Μαΐου του 2024. Και βέβαια τώρα όλοι αναμένουν με ακόμα μεγαλύτερη ανυπομονησία τον επόμενο κύκλο με ακόμα περισσότερη δράση και… πλημμύρα από συναισθήματα.
Ο έρωτας, τα χρήματα και η πατρότητα
Τι λέει όμως ο άνθρωπος που οπτικοποίησε τον έρωτα με κάθε τρόπο –μέσα από ρόλους ή σκηνοθετική ματιά– γι’ αυτόν; «Ο έρωτας είναι μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι μπαίνουμε, η οποία είναι μια μαγική κατάσταση, μπορεί να είναι και καταστροφική, μπορεί να είναι και πολύ δημιουργική. Το μαγικό είναι η εξέλιξη του έρωτα. Η αγάπη θεωρώ ότι είναι ένα πολύ ουσιαστικό συναίσθημα το οποίο θέλει, μπορεί και κόπο προκειμένου να το κατακτήσεις, και θεωρώ ότι κακώς το χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα. Πιστεύω ότι είναι πιο ιερό» είχε παραδεχτεί στη συνέντευξή του.

Πάντως, για τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, το ζητούμενο στην καλλιτεχνική του πορεία δεν υπήρξε ποτέ το χρήμα, αλλά η δημιουργία: «Δεν ήταν ποτέ πάρα πολύ καλή η σχέση μου με το χρήμα, ήταν καλή μόνο στο να το χρησιμοποιήσω εκεί που θα διευκολύνει τα πράγματα. Κανείς δεν κάνει τη δουλειά που κάνουμε για να βγάλει χρήματα. Δεν ξεκινάει κανένα πιτσιρίκι στα 15 του να πάει σε ένα πλατό και να γίνει ηθοποιός για να βγάλει χρήματα. Δεν γίνεται. Μπορεί ίσως, αν τα πράγματα πάνε καλά, και σε μένα πήγαν καλά, αλλά δεν το ήξερα όταν ξεκίνησα. Άρα δεν είχα ποτέ την απληστία να βγάλω χρήματα και επίσης υπήρξα πολύ τυχερός το ότι ήμουν σε μια οικογένεια που είχα την οικονομική ασφάλεια. Δεν το βγάζω αυτό από την κουβέντα το ότι ήμουν ένα παιδί που μπορούσε να πει όχι στα 18 του σε έναν ρόλο που δεν θα του άρεσε γιατί ήξερα ότι μπορώ να έχω ένα σπίτι να μείνω, να έχω μια οικογένεια η οποία θα μου προσφέρει πράγματα, που αν δεν την είχα, ίσως να έπρεπε να κάνω και μια δεύτερη και μια τρίτη δουλειά».
Ο Χριστόφορος, αν και σήμερα πενηνταρίζει, δεν έχει δημιουργήσει οικογένεια. Και όπως έχει παραδεχτεί για την πατρότητα: «Είναι κάτι που στο παρελθόν με έχει απασχολήσει αλλά πάντα εκεί ερχόταν και λίγο η λογική ότι ήταν οι προτεραιότητές μου τέτοιες και ο έρωτας και το πάθος μου για αυτό που κάνω, που δεν νομίζω ότι θα έδινα την προτεραιότητα που έπρεπε. Νομίζω ότι εγώ σαν άνθρωπος δεν μπορούσα να κάνω παράλληλα focus ίσως σε δύο τόσο μεγάλα κεφάλαια: οικογένεια και καριέρα».

Ένα είναι το σίγουρο! Πως η κάμερα δεν τον ξεχώρισε τυχαία από τόσο νωρίς. Μάλλον τον περίμενε. Κι έτσι άρχισε να μιλάει με τρόπους που δεν χρειάζονταν λόγια. Ταξίδια στη φαντασία για να γυρίσει πίσω, αλλά διαφορετικός. Όχι ήρωας, ούτε μάγος – απλώς κάποιος που δεν σταμάτησε ποτέ να ανοίγει το δρόμο προς τη δημιουργία. Το φως τον οδηγεί; Ή μήπως αυτός οδηγεί το φως;
Κάλλια Λαμπροπούλου
















