Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος ζούσε στον οικισμό Τσαούλ, κτισμένου σε πλαγιά, στην κοιλάδα παραποτάμου του Ακ σου. Διοικητικά υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι της Κερασούντας και αριθμούσε περί τους 325 γηγενείς Έλληνες κατοίκους, που μιλούσαν ποντιακά.
Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία και δημοτικό σχολείο. Οι κάτοικοι διέθεταν τα προϊόντα τους, κυρίως φουντούκια, και έκαναν τις προμήθειές τους από την αγορά της Κερασούντας.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πριν το χουριέτ ζούσαμε καλά. Φτωχοί ήμασταν, αμά ζούσαμε χωρίς φόβο. Μετά τους Βαλκανικούς πολεμους οι φανατισμένοι Τούρκοι άρχισαν να μας κάνουν σαμποτάζ. Στα 1915 ήρθαν και κατοίκησαν στα σπίτια μας Τούρκοι. Εμείς φύγαμε στην Κερασούντα.
Στα 1916 που ήρθαν οι Ρώσοι, οι Τούρκοι μάς πήραν όλους και μας έστειλαν εξορία. Μας πήγαν στην Αμάσεια. Εκεί από κακουχίες και στερήσεις πέθαναν οι πιο πολλοί.
Χριστούγεννα ξημέρωναν τότε που μας πήραν. Ο πατέρας μου, παπάς, ήταν στην εκκλησία. Ήρθε η αστυνομία στο σπίτι μας και είπε: «Σε μια ώρα θα φύγετε! Στο λεπτό η μάνα μου ζύμωσε και έψησε ψωμί. Ειδοποιήσαμε και τον πατέρα μου. Σταμάτησε τη λειτουργία ο πατέρας, έδωσε ελπίδες στον κόσμο και ήρθε στο σπίτι. Φορτωθήκαμε και μπήκαμε στον δρόμο μαζί μ’ όλο τον άλλο κόσμο. Χριστούγεννα στον δρόμο! Αξιοθρήνητος ο κόσμος. Φτάσαμε στην Αμάσειαker. Η πείνα κι ο κοιλιακός τύφος θερίζουν. Απελπισία…
Φτάσαμε στο Πάσχα! Κανείς δεν μας φυλάει. Έτσι κι έτσι χαμένοι ήμαστε. «Πάμε παιδιά. Πάμε πατέρα. Πάμε μάνα. Πάμε ξάδελφε…».
Μαζευτήκαμε μια εικοσαριά. Χτυπούν οι καμπάνες της Ανάστασης. Χτυπούν οι καμπάνες του χριστιανικού χωριού της Ορτούς. Χτυπούν οι καμπάνες και ‘μείς κρυβόμασταν στον αχυρώνα του Χριστιανού. Ακούει την καμπάνα ο πατέρας μου. «Αχ, παιδιά μου, τέτοια ώρα άλλα χρόνια λειτουργούσα και τώρα είμαι κρυμμένος στον αχυρώνα. Δεύτε λάβετε φως, Χριστιανοί, από τα σκοτάδια του αχυρώνα».
Φύγαμε την άλλη μέρα. Τώρα περνούμε έξω από το τουρκικό χωριό Τετέτζαμ. Ένας χότζας πέφτει στον δρόμο μας. «Πού τους πας αυτούς; Από ‘κει πέρασαν άλλο σεφκιέτ*». Ο πατέρας μου με τα λόγια αυτά του χότζα, όπως ήταν και αδύνατος και στενοχωρημένος, λιγοθύμησε. Όταν συνήλθε είχε χάσει τα μυαλά του. Δεν καταλάβαινε πια που πηγαίναμε. Δεν γνώριζε τα παιδιά του, ξέχασε ποιος ήταν. Όταν περνούσαμε από το Πάτλαμα, έπιασαν τον πατέρα μου και τη μητέρα μου μ’ ένα μωρό. Εμείς πηγαίναμε μπροστά, δεν πήραμε είδηση, πήγαμε και τους περιμέναμε στην Κερασούντα. Εκεί, από τον θείο μου, αδελφό του πατέρα μου, μάθαμε πως τους πιάσανε και τους έβαλαν φυλακή, στην εκκλησία του Πάτλαμα.
Στην Κερασούντα είχαμε γνωστούς, είχαμε και φίλους, έτρεξαν, ενήργησα, έπεισαν τον Τούρκο αρχιφύλακα και μας τους έδωσε.
Τους φέραμε στην Κερασούντα, όμως τον πατέρα μου δεν μπορέσαμε να τον σώσουμε. Σε οκτώ μέρες πέθανε. Δεν έχομε πια εμείς πατέρα, και από τους χωριανούς έλειψε ο αρχηγός και εμψυχωτής. Καθένας τώρα σκέφτεται και αποφασίζει μόνο του. «Ο σώζων εαυτό σωθήτω». Ποιος να τον συμβουλέψει; Τίνος τη γνώμη να ζητήσει, ποιος να τον παρηγορήσει; […]
Το 1918 έγινε η Ανακωχή και ξαναγυρίσαμε στο χωριό. Εκεί ήμασταν ασφαλείς, ένας μεγάλος Τούρκος, ο Μουσταφά εφέντης, είχε κτήματα. Εργαζόμασταν τα χωράφια του και του παραδίναμε το εισόδημα. Αυτός μας προστάτευε από τους Τσέτες. Δεν τους άφηνε να πατήσουν στα δύο χωριά, Τσαούλ και Τιβάν. Στα 1922 μάθαμε πως σε 24 ώρες σηκώσανε την Κερασούντα. Τότε ετοιμαστήκαμε κι εμείς και σε οκτώ μέρες κατεβήκαμε. Χώρια, χώρια κατεβαίναμε. «Ο σώζων εαυτό σωθήτω». Είχαμε φόβο μήπως μας σκοτώσουν.
Κατεβήκαμε στην Κερασούντα. Από τη γυναίκα μου είχα σπίτι εκεί. Ήταν φορτωμένο και δε βρήκαμε τίποτα μέσα. Ερημιά και σκοτεινιά. Άρπαξαν και ρήμαξαν κι εγκαταστάθηκαν μέσα. Δε βαστούσε η γυναίκα μου να μείνουμε εκεί και φύγαμε σε μια θεία της. Την άλλη μέρα φύγαμε από την Κερασούντα. Βγήκαμε στον Πόλη. Μείναμε σ’ ένα σχολείο. Σε δεκαπέντε μέρες μάς μπαρκάρανε ξανά. Βγήκαμε στην Κέρκυρα. Μας κάμανε καραντίνα. Καθίσαμε οκτώ μήνες. Τρώγαμε τα έτοιμα. Στους οκτώ μήνες μάς πήραν για τη Μακεδονία. Όμως οι δυο κουνιάδοι μου, που ήσαν εδώ. μας κράτησαν στον Πειραιά. Κάτσαμε στη Δραπετσώνα μέσα σε παράγκα. Τέλειωσε ο πόλεμος του 1940. Τότε έγινε η έκρηξη του Πειραιά. Πολλοί, κι εμείς μαζί, φύγαμε και ήρθαμε κι εγκατασταθήκαμε στα ημιτελή της Καλλιθέας…
* σεφκιέτ: μεταφορά, μεταγωγή
• Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, βρίσκεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η Έξοδος, τόμ. Ι’, Μαρτυρίες από τον Δυτικό Παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία. Επανέκδοση: εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης».
















