Υπάρχουν ημερομηνίες που δεν είναι απλώς «σαν σήμερα». Η 18η Δεκεμβρίου είναι μία από αυτές. Μας επιστρέφει στο γύρισμα του 20ού αιώνα, σε μια στιγμή που οι Έλληνες Πόντιοι του Καυκάσου γεμάτοι προσδοκία ήρθαν να εγκατασταθούν στην ελεύθερη Ελλάδα – και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη φτώχεια, την αρρώστια και την αδιαφορία.
Στη Φθιώτιδα –και γενικότερα στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία– εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τον Πόντο και τον Καύκασο· ιδίως μετά τη Γενοκτονία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάνης που προέβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών. Όμως το 1900 δεν ήταν πρόσφυγες. Ήρθαν οικειοθελώς πιστεύοντας ότι μπορούν να ριζώσουν, να καλλιεργήσουν γη, να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Από την πρόσκληση στην εγκατάλειψη
Το 1881, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος κάλεσε Πόντιους του Καυκάσου να εγκατασταθούν στις αραιοκατοικημένες περιοχές, ζητώντας κυρίως έμπειρους καλλιεργητές καπνού. Η υπόθεση όμως έμεινε μετέωρη λόγω των πολιτικών εξελίξεων. Το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη πρόσκληση του 1894, από τον Χαρίλαο Τρικούπη.
Το 1898 Πόντιοι από διάφορες περιοχές του Καυκάσου έστειλαν τέσσερις αντιπροσώπους για να βρουν κατάλληλο κτήμα στη Θεσσαλία. Επέλεξαν το κτήμα του Δαουκλή (σημερινή Ξυνιάδα Δομοκού).
Το 1893 η εφημερίδα Νέα Ημέρα έγραφε: «Το χωρίον Δαουκλή, εν των μεγίστων κτημάτων της Θεσσαλίας […] ανήκεν άλλοτε εις τον Βελή-Πασσάν, τον υιόν του σατράπου της Ηπείρου Αλή, σώζονται έτι επί νησίδος εν μέσω της λίμνης Ξυνιάδος τα ερείπια του πολυτελούς μεγάρου του». Μετά την απελευθέρωση ιδιοκτήτης ήταν ο Δημήτριος Στεριάδης, «κληρονόμος» στην ουσία της Φατμέ Ζεχρά Χανούμ.
Τελικά μετά από πλειστηριασμό, το 1899 το κτήμα πέρασε στην ιδιοκτησία του ομογενούς βουλευτή Ναυπάκτου Γεωργίου Πλατανιώτη, ο οποίος αγόρασε τα 60.000 στρέμματα με χρήματα που έφερε από τη Ρουμανία. Χρειαζόταν όμως κολίγους και γι’ αυτό κάλεσε τους Πόντιους να μπουν στη δούλεψή του, υποσχόμενος σπίτια, γη, ζώα, εργαλεία, σπόρους και τροφή μέχρι τη νέα σοδειά του 1901. Έτσι, 110 οικογένειες πούλησαν τις περιουσίες τους και ξεκίνησαν.
Η πραγματικότητα που αντίκρισαν ήταν δραματική:
• Ζωή σε μάντρες, καλύβες και άνυδρους τόπους.
• Οι υποσχέσεις αποδείχθηκαν κενές.
• 25 οικογένειες στοιβάχτηκαν σε μάντρα γεμάτη κοπριές και οστά από νεκρά βόδια.
• 55 οικογένειες στάλθηκαν σε άνυδρο τόπο, χωρίς καθαρό νερό, εκτεθειμένες στον καύσωνα της ημέρας και στο παγωμένο κρύο της νύχτας.
• Οι υπόλοιπες 30 οικογένειες διασκορπίστηκαν αλλού στη Θεσσαλία, ενώ κάποιοι γύρισαν απογοητευμένοι στον Καύκασο.
Πολλοί προσπαθούσαν να επιβιώσουν δουλεύοντας με μεροκάματο, πληρωμένοι σε είδος. Άλλοι πουλούσαν ό,τι είχαν φέρει μαζί τους από την πατρίδα. Η ελονοσία θέριζε, οι Έλληνες του Καυκάσου υπέφεραν.
Τι έγραψε η εφημερίδα Εμπρός
Την τραγική αυτή κατάσταση κατέγραψε με ωμή γλώσσα η αθηναϊκή εφημερίδα Εμπρός, στο φύλλο της 18ης Δεκεμβρίου 1900, σε δημοσίευμα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ελάτε να φάγετε ολίγον – Τι ψωμί τρώνε οι Καυκάσιοι».
Η εφημερίδα περιγράφει τους εναπομείναντες Ποντίους στο κτήμα Δαουκλή:
«Υπάρχουν ακόμη ολίγοι περισωθέντες Καυκάσιοι στο κτήμα Νταουκλή, που σέρνουν την αθλία ύπαρξή τους μέσα στον χειμώνα, κάτω από καλαμοσκεπείς καλύβες, όπου τα νερά μπαίνουν από παντού».
Και συνεχίζει, τονίζοντας πως το πιο φρικτό δεν ήταν μόνο το κρύο και η εξαθλίωση, αλλά η τροφή:
«Το φοβερότερο απ’ όλα είναι το ψωμί που δίνεται σ’ αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Μας έστειλαν μάλιστα ένα κομμάτι απ’ αυτό το ψωμί, για να δούμε με τα μάτια μας».
Η περιγραφή είναι συνταρακτική:
«Ολόμαυρο σαν το χάρο και σκληρό σαν γραφίτης. Είναι αυτό ψωμί; Είναι κοπριά; Είναι φαρμάκι; Είναι πέτρα; Και να το ονειρευτεί κανείς, δεν μπορεί».

Μόλις στα τέλη του 1900, ο βουλευτής Πελοποννήσου και ιστορικός Κ. Παπαμιχαλόπουλος έφερε την υπόθεση στη Βουλή. Τότε άρχισαν να κινητοποιούνται περισσότεροι, επώνυμοι και ανώνυμοι, για να ανακουφίσουν –όσο μπορούσαν– τους Πόντιους του Καυκάσου.
Από την οικειοθελή εγκατάσταση στην προσφυγιά
Η ιστορία αυτή αφορά όσους εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οικειοθελώς. Η μεγάλη τραγωδία της προσφυγιάς για τον ποντιακό ελληνισμό θα ξεδιπλωθεί αργότερα.
Το 1923, πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής αποβιβάζονται στη Στυλίδα και φιλοξενούνται προσωρινά στο κάστρο της Λαμίας, ζώντας επί μήνες μέσα σε επιδημίες και εξαθλίωση. Η Φθιώτιδα θα αποτελέσει σταθμό, ένα πέρασμα προς άλλες περιοχές.
Νέο κύμα Ποντίων φτάνει το 1939 από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ μετά τη διάλυσή της τις δεκαετίες που ακολουθούν νέοι ομογενείς εγκαθίστανται στη Λαμία και σε όλο το νομό – αυτή τη φορά με σαφώς καλύτερες συνθήκες και με τη στήριξη συλλόγων, φορέων και απλών ανθρώπων.
Η 18η Δεκεμβρίου 1900 μάς θυμίζει ότι πριν από όλα αυτά, υπήρξε μια άλλη αρχή: άνθρωποι που πίστεψαν, που εξαπατήθηκαν και που έμειναν όρθιοι μέσα σε συνθήκες ντροπής. Και μια εφημερίδα που τόλμησε να γράψει, μαύρο πάνω στο άσπρο, αυτό που δεν έπρεπε να ξεχαστεί.
¥
















