Στην ανατολική έξοδο του Αϊβαλιού, εκεί όπου κάποτε ο δρόμος περνούσε ανάμεσα σε πηγάδια και θεόρατα πεύκα, σήμερα στέκουν μόνο ίχνη μιας άλλης εποχής. Κοντά στο ερείπιο της Αγίας Τριάδας και απέναντι από το παλιό σπίτι του Έλληνα Μικρασιάτη λογοτέχνη, Ηλία Μέλλου (Βενέζη), ένα ασήμαντο σχολικό κτίσμα της δεκαετίας του ’60 καλύπτει μια ιστορία που δύσκολα διακρίνεται με την πρώτη ματιά: εκεί, στα «αψηλά που αγνάντευαν τη θάλασσα», βρίσκονταν κάποτε ο Άγιος Νικόλας του Αϊβαλιού.
Πριν η πόλη γίνει το πολύβουο κέντρο που γνωρίζουμε σήμερα, η περιοχή φιλοξενούσε το μετόχι της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους. Μια μικρή εκκλησιά εξυπηρετούσε τους λίγους μοναχούς – ώσπου, στα χρόνια του Οικονόμου Ιωάννη Δημητρακέλλη, έφτασε νέος νεωκόρος, ο Βενιαμίν από το Μεγαλοχώρι της Λέσβου. Ο νεαρός καλόγερος, που αργότερα θα έμενε στην ιστορία ως Βενιαμίν ο Λέσβιος, άναψε φωτιά στο σκοτάδι της οθωμανικής εποχής μαζί με τον Γρηγόριο Σαράφη, ιδρύοντας την περίφημη Ακαδημία Κυδωνιών – ένα φυτώριο του Ελληνικού Διαφωτισμού.
Το Αϊβαλί μεγάλωνε, οι έποικοι πλήθαιναν και γύρω από το μετόχι δημιουργήθηκε μια ολόκληρη γειτονιά. Η μικρή εκκλησιά λειτουργούσε πια ως ενοριακή, και τότε ξεκίνησαν οι καυγάδες. Σε ποιον ανήκε; Στην κοινότητα ή στη Μονή; Οι διαφωνίες κράτησαν δεκαετίες, όσο η πόλη άλλαζε και οι εποχές προχωρούσαν.
Η πρώτη εκκλησιά γκρεμίστηκε, η δεύτερη χτυπήθηκε στο «τζουλούσι» (εξέγερση μουσουλμάνων εναντίον χριστιανών), τον διωγμό του 1821, όταν η Ακαδημία Κυδωνιών πυρπολήθηκε και η φωτεινή νύχτα του Αϊβαλιού βυθίστηκε στις στάχτες. Μετά την επιστροφή των κατοίκων το 1830, ο Άγιος Νικόλας επισκευάστηκε πρόχειρα – ώσπου, όταν οι Αιβαλιώτες πλούτισαν, αγόρασαν γη στο μετόχι για να λήξουν οι ατελείωτες έριδες. Ενοριακός και μετοχιακός ταυτόχρονα, δεμένος πια με την ταυτότητα της γειτονιάς.
Στα 1870, οι ίδιοι που δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την τότε ανακατασκευή, κάλεσαν τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Κουνά, ο οποίος έχτισε εκ βάθρων έναν μεγαλόπρεπο νεοκλασικό ναό. Ο σταυροειδής ναός με τρούλο και ενσωματωμένα καμπαναριά ολοκληρώθηκε σε έναν χρόνο. Το τέμπλο το 1874. Τα σχέδιά του σώζονται ακόμη στο Άγιο Όρος.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ενορία μετρούσε περίπου 2.500 ανθρώπους, αγρότες, κτηνοτρόφους, εμπόρους, οικογένειες που στήριζαν την κοινότητα και εξέλεγαν αντιπροσώπους στη Δημογεροντία. Κι ύστερα, το 1922, όλα άλλαξαν.
Ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί, το Μπιμπερλί τζαμί. Ο σεισμός του 1947 σμπαράλιασε τον τρούλο και το ένα καμπαναριό.
Το καλοκαίρι του 1955, ο Δημήτριος Ι. Παγίδας, επιστρέφοντας στο Αϊβαλί που είχε αφήσει παιδί, βρήκε την εκκλησιά κλειστή, λεηλατημένη, γυμνή. Αλλά ανάμεσα στα χαλάσματα εντόπισε, σκεπασμένη με χώμα, την τσαλακωμένη εικόνα του Παντοκράτορα από τον τρούλο. Γονάτισε και τη σήκωσε, σαν να ανάσταινε ένα κομμάτι από την πατρίδα που είχε χαθεί.
Λίγο μετά το 1956, ο Άγιος Νικόλας κατεδαφίστηκε. Στη θέση του χτίστηκε το σχολείο που υπάρχει σήμερα. Η εκκλησία δεν ανήκει πια σε κανέναν – παρά μόνο στη μνήμη.
Μνήμη που ταξίδεψε με τους πρόσφυγες στην Απάνω Σκάλα της Μυτιλήνης. Ήταν αυτοί που επέμειναν το Βίγλα Τζαμί να γίνει ναός του Αγίου Νικολάου, για να τιμηθεί ο Άγιος της παλιάς τους ενορίας. Και τα κατάφεραν. Όμως ποιος θυμάται σήμερα αυτή τη μικρή, μεγάλη ιστορία όταν περνά έξω από την προσφυγική εκκλησιά;
Η μνήμη, όπως και ο Άγιος Νικόλας του Αϊβαλιού, μοιάζει να αιωρείται κάπου ανάμεσα στο «ήταν» και στο «χάθηκε».
















