Δυο χρόνια πριν φύγει ο Κάρολος Κουν, ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε τι του έχει μείνει ύστερα από τόσα χρόνια θέατρο. Και εκείνος απάντησε «Μόνο ο Γιώργος Λαζάνης». Όταν μετά από χρόνια, σε μια από τις λιγοστές του συνεντεύξεις, ρωτήθηκε ο Γιώργος Λαζάνης τι εννοούσε ο «δάσκαλος» του, είχε αποκαλύψει πως εκείνη την περίοδο ο Κουν ήταν πολύ πιεσμένος καθώς χρωστούσε ένα τεράστιο ποσό στο ΙΚΑ.
Γενικότερα όμως ο Γιώργος Λαζάνης αποδείχτηκε ο συνεχιστής στο έργο του μεγάλου θεατρανθρώπου. Με τα συν και τα πλην που αυτό συνεπάγεται. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι δεν έφυγε ποτέ εκτός του Θεάτρου Τέχνης, παρά τις σειρήνες που τον καλούσαν. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος, αλλά και διαχειριστής του Θεάτρου Τέχνης, ειδικά μετά το θάνατο του Μίμη Κουγιουμτζή. Και όταν είχε ερωτηθεί ποια θεωρεί την κύρια δουλειά του είχε πει: «Εργάτης του θεάτρου. Από χαμαλίκι μέχρι σκηνοθέτης».
Τα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε το 1928 και ήταν ένα από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Μεγάλωσε στον Κολωνό και σε ηλικία τριών χρόνων έχασε τη μητέρα του. Αργότερα ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά, μια θαυμάσια γυναίκα όπως την περιγράφει ο ίδιος που την είχε σαν δεύτερη μητέρα του. Μάλιστα είχε αναφέρει πως όταν ο ίδιος παιδάκι ανέβαινε σε ένα ψηλό δέντρο, που είχαν στην αυλή, η μητριά του τον φώναζε σιγά, για να μην τρομάξει και πέσει κάτω, επειδή ήξερε ότι χανόταν στις σκέψεις και στα όνειρα του.

Ο πατέρας του, ο Όθων Λαζάνης αν και είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, ήταν όπως έλεγε ο γιος του «απελπισμένος για μεροκάματο» και δούλευε όπου δούλευε. Ο μικρός Γιώργος αγαπούσε το σχολείο, αλλά λόγω κατοχής και οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να σταματήσει και να εργαστεί, καθώς ο μεγάλος του αδελφός είχε πλευρίτιδα και τα υπόλοιπα αδέλφια ήταν κορίτσια.
Ο Λαζάνης βίωσε όλη τη φρίκη και την πείνα της κατοχής. Θυμόταν ακόμα και σε μεγάλη ηλικία τα λίγα χρόνια που πήγε σχολείο, το ένα παιδί έχωνε το χέρι του στην σάκα του άλλου παιδιού μήπως βρει κάτι για να φάει.
Όσον αφορά τις δουλειές που έκανε στην κατοχή, η πιο χαρακτηριστική ήταν που έσερνε ένα καρότσι και κουβαλούσε ότι μπορούσε: Από αντικείμενα, μέχρι ανθρώπους.
Λόγω τιμής
Μεγαλώνοντας πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο Ναθαναήλ που έβγαζε βελούδινα και μεταξωτά υφάσματα. Φοβερή αντίφαση, από τη μια η φτώχεια από την άλλη το μετάξι. Η εργασία του στο συγκεκριμένο χώρο ήταν η πηγή έμπνευσής του, για να γράψει το ένα και μοναδικό του θεατρικό, τη Λευκή απεργία που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης, τη σεζόν ’85-’86.
Πως έφτασε όμως στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης; Για όλα ευθύνεται ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της σχολής κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου. Ο νεαρός Λαζάνης ήθελε να γίνει οπερατέρ και όταν είδε την εν λόγω έντυπη διαφήμιση το μάτι του πήγε στα δίδακτρα. Το φυλλάδιο έγραφε: «120 δραχμές το μήνα για οπερατέρ/100 για σκηνοθέτες/80 για ηθοποιούς».
Επέλεξε να πάει για ηθοποιός γιατί ήταν πιο οικονομικό. Ρώτησε έναν φίλο του τι έπρεπε να κάνει για να περάσει τις εξετάσεις και εκείνος του είπε να απαγγείλει τον μονόλογο του Άμλετ. Πήγε στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι για να βρει το βιβλίο. Όταν το βρήκε και βεβαιώθηκε ότι υπάρχει μονόλογος, παζάρεψε με τον παλαιοπώλη για την τιμή του βιβλίου.

Όταν πήγε στη σχολή ο ίδιος ο Σταυράκος τον έγραψε στη σχολή λέγοντάς του «Τι να τον κάνεις τον μονόλογο εσύ έχεις ταλέντο». Πολλά χρόνια αργότερα ο Λαζάνης θα πει πως απλά ο Σταυράκος ήθελε τα δίδακτρα.
Τα χρόνια του Κουν
Ανάμεσα στους καθηγητές της σχολής ήταν και ο Κάρολος Κουν. Όταν μπήκε για πρώτη φορά στην τάξη ζήτησε από τους μαθητές να κάνουν έναν αυτοσχεδιασμό και συγκεκριμένα έναν άνθρωπο που είναι σε κελί και καίγεται. Ο Λαζάνης από ντροπή, ήταν από τους τελευταίους που το έκαναν. Στην πορεία ο Κουν διέκρινε το ταλέντο και τον πήρε στη δική του σχολή. Μάλιστα ήταν σε μια τάξη που οι περισσότεροι ήταν φοιτητές ή απόφοιτοι πανεπιστημιακών σχολών. «Μόνο εγώ και ο Θόδωρος Κατσαδράμης είμασταν που δεν είχαμε τελειώσει το γυμνάσιο», είχε πει σε συνέντευξή του.

Και από εκεί ξεκινάει η μοναδική πορεία του. Το ντεμπούτο του στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1954 ως μαθητής του Κουν, στην ιστορική εναρκτήρια παράσταση του Υπογείου, με το έργο Η μικρή μας πόλη του Θόρντον Ουάιλντερ, κρατώντας ένα μικρό ρόλο, εκείνο του «Γαλατά». Και στο επόμενο θεατρικό πραγματοποιεί τον πρώτο του προσωπικό θρίαμβο στο έργο Μπελαβίτα του Λουίτζι Πιραντέλο. Μάλιστα τότε του έκανε πρόταση ένας κινηματογραφικός παραγωγός να παίξει πρωταγωνιστής σε μια ταινία που σχεδίαζε να κάνει. Ο παραγωγός ήταν πολύ έντονος και κάποια στιγμή γύρισε και του έβρισε τον Κουν αποκαλώντας τον «τσιγγούνη». Η μία λέξη έφερε το άλλο και στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια. «Αντιστάσεις είχαμε, λεφτά δεν είχαμε», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Γιώργος Λαζάνης.

Το μετά
Στην πορεία των χρόνων ο Γιώργος Λαζάνης καταξιώθηκε ως μεγάλος ρολίστας. Ειδικά στα έργα του Αριστοφάνη, χωρίς να υστερεί και σε άλλα έργα ρεπερτορίου. Από το 1959 ήταν ο διευθυντής της δραματικής σχολής του θεάτρου Τέχνης, ενώ το 1967 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και δη στις 22 Απριλίου, μια μέρα αφότου κηρύχτηκε η χούντα στη χώρα. Βίωσε μεγαλεία όπως να παίζουν μπροστά στη βασίλισσα της Αγγλίας, αλλά και τον Πίτερ Ο’ Τουλ, όταν είχαν πάει περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία. Μαζί με τον Μίμη Κουγιουμτζή, τη Ρενή Πιττακή, τον Γιώργο Αρμένη και την Μάγια Λυμπεροπούλου αποτέλεσαν τους ηθοποιούς-ορόσημο του Θεάτρου Τέχνης, του υπογείου όπως λέγανε τότε. Μάλιστα με τη Λυμπεροπούλου παντρεύτηκαν (όπως και ο Κουγιουμτζής με την Πιττακή).
Ο Κάρολος Κουν «έφυγε» στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Το τελευταίο διάστημα ήταν δραματικό, σε βαθμό που πολλοί από τους δικούς του ανθρώπους να υποστηρίζουν ότι σαν να ήθελε ο ίδιος να πεθάνει.
Τότε είχε συμβεί και ένα άκρως συγκινητικό περιστατικό με το αγαπημένο του σκυλάκι τον Ξανθία (το όνομα ενός Αριστοφανικού ήρωα) που το λάτρευε και το είχε παντού. Όταν πήγε στο νοσοκομείο, το σκυλί ήταν μελαγχολικό αλλά ήρεμο. Όταν πέθανε ο Κουν και πήγαν σπίτι του να πάρουν τα ρούχα του, ο Ξανθίας άρχισε να γαυγίζει δυνατά και να κλαίει. Τελικά τον πήρε ένας ηθοποιός που είχε σπίτι με κήπο και έφυγε ύστερα από δυο μήνες από μαρασμό.

Ο Κάρολος Κουν άφησε σαν συνεχιστές του έργου του, δηλαδή στο θέατρο και τη σχολή τους Λαζάνη, Κουγιουμτζή και Αρμένη. Ο τελευταίος διαχώρισε τη θέση του και αποχώρησε.
Όταν κλείνει η αυλαία
Μετά τον θάνατο του Μίμη Κουγιουμτζή το 2003, ο Λαζάνης προχώρησε μόνος του. Ξέχωρα από τον καλλιτεχνικό τομέα, είχε να αντιμετωπίσει και ένα σωρό οικονομικά και πρακτικά θέματα. Προσπαθούσε να ισορροπήσει σε όλες του τις ιδιότητες. «Έχει σχιζοφρένεια το να παίζεις και να σκηνοθετείς», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, τονίζοντας όμως πως την ώρα της παράστασης πρέπει να κερδίζει ο ηθοποιός.

Ο Γιώργος Λαζάνης, έφυγε σαν σήμερα το 2006, στα 78 του χρόνια.
Το τελευταίο διάστημα είχε αρχίσει να αποσύρεται λόγω προβλημάτων υγείας.
Ο Βασιλιά Ληρ του Σέξπιρ ήταν ο τελευταίος ρόλος που ερμήνευε τη σεζόν 1999-2000 στο Υπόγειο. Η επιθυμία του να τελειώσει την καριέρα του με τον Οιδίποδα στον Οιδίποδα επί Κολωνώ έμεινε ανεκπλήρωτη. Οι δυνάμεις και η μνήμη του τον πρόδωσαν και εγκατέλειψε την προσπάθεια, ενώ είχε ήδη αρχίσει τις πρόβες. Αλλά η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στην Επίδαυρο ήταν αφιερωμένη σε αυτόν. Σαν ένας μικρός αποχαιρετισμός, σ’ ένα σπουδαίο και ξεχωριστό θεατράνθρωπο.

Σπύρος Δευτεραίος
















