Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν αποδέχθηκε ορισμένες από τις αμερικανικές προτάσεις που παρουσιάστηκαν στη Μόσχα για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ απέρριψε άλλες, επιβεβαιώνοντας ότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, η συνάντηση με την αμερικανική αντιπροσωπεία –η οποία περιλάμβανε τον ειδικό απεσταλμένο του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, και τον Τζάρεντ Κούσνερ– αποτέλεσε την πρώτη άμεση και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Όπως διευκρίνισε ο Πεσκόφ, δεν θα ήταν σωστό να ειπωθεί ότι η Μόσχα απέρριψε την αμερικανική πρόταση συνολικά· αντιθέτως, μέρος των θέσεων κρίθηκε αποδεκτό, ενώ άλλα σημεία χαρακτηρίστηκαν μη συμβατά με τις ρωσικές επιδιώξεις.
Πρόκειται, όπως τόνισε, για μια «φυσιολογική διαδικασία» στη διαμόρφωση ενός πιθανού συμβιβασμού. Παράλληλα, σύμβουλος του Κρεμλίνου ανέφερε ότι, παρά το “χρήσιμο” κλίμα των συζητήσεων, οι δύο πλευρές δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε κοινή βάση, με το ζήτημα των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών να παραμένει το βασικό σημείο τριβής.
Το Κρεμλίνο δηλώνει ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συναντηθεί με τους Αμερικανούς διαπραγματευτές «όσες φορές χρειαστεί» προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα μιας συμφωνίας, αποφεύγοντας ωστόσο να δώσει στη δημοσιότητα λεπτομέρειες των συζητήσεων, θεωρώντας ότι η υπερβολική δημοσιότητα δεν θα ήταν εποικοδομητική.
Την ίδια στιγμή, η Μόσχα στρέφει τα πυρά της και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τη συμφωνία για σταδιακή απαγόρευση του ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2027. Ο Πεσκόφ χαρακτήρισε την απόφαση «καταδικαστική» για την Ευρώπη, υποστηρίζοντας ότι οδηγεί την ευρωπαϊκή οικονομία σε ακριβότερες πηγές ενέργειας και σε απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι σύνθετη: από τη μία, η μερική αποδοχή αμερικανικών προτάσεων δείχνει ότι η Ρωσία δεν κλείνει την πόρτα στη διπλωματία· από την άλλη, η απουσία ουσιαστικών υποχωρήσεων στα κομβικά ζητήματα –κυρίως στα εδαφικά– καθιστά το ενδεχόμενο άμεσης συμφωνίας αβέβαιο. Οι συνομιλίες θα συνεχιστούν, όμως η απόσταση μεταξύ των δύο πλευρών παραμένει σημαντική και το μέλλον των διαπραγματεύσεων εξαρτάται πλέον από το αν και ποιος θα κάνει το επόμενο ουσιαστικό βήμα.
















