Η Ναυμαχία της Έλλης, που διεξήχθη στις 3 Δεκεμβρίου 1912 (16/12 με το νέο ημερολόγιο) στην είσοδο των Δαρδανελίων (στο ακρωτήριο Έλλη που στα τουρκικά ονομάζεται Ελές-Μπουρνού) στη χερσόνησο της Καλλίπολης –στο στρατηγικό πέρασμα που ενώνει τον Πόντο με το Αιγαίο– αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού και του οθωμανικού στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και σήμανε μια καθοριστική ελληνική νίκη.
Τους πρώτους μήνες του πολέμου, ο οθωμανικός στόλος, με διοικητή τον ναύαρχο Ραμίζ Μπέη, παρέμενε οχυρωμένος στα στενά (των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου). Αντίθετα, ο ελληνικός στόλος υπό τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη ακολούθησε επιθετική τακτική, απελευθερώνοντας διαδοχικά τα νησιά του Αιγαίου – από τη Λήμνο και το Άγιον Όρος μέχρι Θάσο, Σαμοθράκη, Ίμβρο, Τένεδο, Μυτιλήνη και Χίο. Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου, ο Κουντουριώτης έστειλε στον Οθωμανό ομόλογό του το γνωστό τηλεγράφημα: «Καταλάβαμε Τένεδον. Αναμένουμε έξοδο του στόλου σας…».
Στις 3 Δεκεμβρίου, λοιπόν, ξημέρωσε μία άλλη μέρα για τον ελληνικό στόλο. Ο ήλιος εκείνης της ημέρας ανέβαινε διστακτικά μέσα από μια θαμπή ομίχλη που απλωνόταν πάνω στη γαλήνια θάλασσα. Στα ελληνικά πλοία επικρατούσε μια σιωπηλή ανησυχία γιατί οι ελπίδες είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, όμως ξαφνικά οι σκοποί φώναξαν πως διέκριναν καπνούς να ξεπροβάλλουν πίσω από τους χαμηλούς λόφους της Καλλίπολης. Δεν άργησε να φανεί ολόκληρος ο τουρκικός στόλος, ξετυλιγμένος μέσα από τα στενά και προέλαυνε προς το πέλαγος.
Μπροστάρηδες έρχονταν το θωρηκτό «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα» και πίσω του τα «Τουργκούτ Ρεΐς», «Μεσουντιέ» και «Ασάρι-ι-Τεφίκ» σε ευθεία παράταξη. Νοτιότερα, κοντά στις ασιατικές ακτές, κυλούσε το καταδρομικό «Μετζιδιέ» (ή «Χαμηδιέ») συνοδευόμενο από πέντε αντιτορπιλικά και ένα πλωτό νοσοκομείο. Εκείνη την ώρα, 08:15, ο ελληνικός στόλος έπλεε έξι μίλια νοτιοδυτικά της Ίμβρου, χωρισμένος σε δύο στήλες. Στην πρώτη προπορευόταν το «Αβέρωφ», ακολουθούμενο από τα θωρηκτά «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά». Στη δεξιά πλευρά, σε μικρή απόσταση, έπλεαν τα αντιτορπιλικά «Λέων», «Πάνθηρ», «Ιεράξ» και «Αετός», ενώ τα υπόλοιπα περίμεναν στον κάβο Κέφαλο.
Μόλις ο Κουντουριώτης αντίκρισε τον εχθρικό στόλο, φώναξε με ανακούφιση «Επιτέλους!», και κύμα ενθουσιασμού απλώθηκε στα ελληνικά καταστρώματα.
Η πολεμική έγερση ήχησε σε όλα τα πλοία. Οι άνδρες έτρεχαν στις θέσεις μάχης, ενώ στους ιστούς ανέβαινε ο σημαιοστολισμός, όπως πρόσταζε η ναυτική παράδοση. Ο Ναύαρχος υπαγόρευσε τότε ένα σήμα που έφευγε προς το υπουργείο Ναυτικών κι επαναλαμβανόταν από πλοίο σε πλοίο:
«Με τη βοήθεια του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του δικαίου, πλέω με ορμή ακατάσχετη και πίστη στη νίκη, προς συνάντησιν του εχθρού του Γένους.
Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης
Αρχηγός Στόλου.»
Αρνούμενος να κλειστεί μέσα στο θωρακισμένο οχυρό της γέφυρας, ζήτησε από τον ιερέα του πλοίου να του φέρει τον σταυρό του Παναγίου Τάφου από την εκκλησία του Αβέρωφ. Τον πέρασε στο λαιμό και, συνοδευόμενος μόνο από τον υπασπιστή του, υποπλοίαρχο Θεοφανίδη, ανέβηκε στην εκτεθειμένη κόντρα-γέφυρα για να διευθύνει τη μάχη από εκεί.
Λίγο πριν τις 09:00 οι στόλοι είχαν συγκλίνει. Τα ελληνικά θωρηκτά στράφηκαν προς βορειοανατολικά, ευθυγραμμιζόμενα με τον τουρκικό σχηματισμό, ενώ τα αντιτορπιλικά πήραν θέση δυτικά. Στις 09:25, σε απόσταση δώδεκα χιλιάδων γιαρδών, αντήχησαν οι πρώτες ομοβροντίες.
Τα τουρκικά πυρπολούσαν με γρήγορο ρυθμό αλλά άστοχα. Αντίθετα, τα ελληνικά πυροβόλα από την πρώτη στιγμή έβρισκαν στόχο. Το Μεσουντιέ και το Ασάρι-ι-Τεφίκ άρχισαν να μένουν πίσω.
Ο Κουντουριώτης, αντιλαμβανόμενος ότι ο σχηματισμός τον κρατούσε πίσω, ύψωσε το σήμα «Ζ» – δηλαδή «Δρω ανεξαρτήτως, αγνοήσατε τις κινήσεις μου». Παρέδωσε την ηγεσία των υπολοίπων στον πλοίαρχο Γκίνη των Σπετσών και, παρακούοντας όσα όριζαν οι διαταγές, όρμησε με το «Αβέρωφ» προς τα εμπρός για να υπερφαλαγγίσει τον εχθρό.
Στις 09:55 το «Αβέρωφ» είχε ήδη «κόψει το Τ» του τουρκικού στόλου – την πιο ολέθρια θέση για έναν αντίπαλο. Όλα τα δεξιά πυροβόλα του «έβρεχαν» με φωτιά το «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», που μπορούσε να απαντήσει μόνο με τα πρωραία του (πλώρη). Προσπαθώντας να ξεφύγει από τη θανατηφόρα γωνία, ο πλοίαρχος Ραμίζ έδωσε διαταγή για στροφή προς τον νότο.
Το σήμα όμως παρερμηνεύτηκε και κάποια πλοία γύρισαν επί τόπου, προκαλώντας χάος.
Με την παράταξη διαλυμένη, τα τουρκικά πλοία άρχισαν να τρέχουν προς τα στενά, ενώ το «Αβέρωφ» τα καταδίωκε λυσσαλέα, μειώνοντας συνεχώς την απόσταση. Λίγο μετά τις 10.15, στις μόλις δύο χιλιάδες γιάρδες, άρχισαν να βάλλουν και τα επάκτια πυροβολεία. Το θωρηκτό έπλεε μέσα σε καταιγισμό οβίδων. Η θάλασσα ολόγυρά του σηκωνόταν σε αφρισμένους πύργους. Από μακριά, όσοι το παρακολουθούσαν έβλεπαν μόνο ένα σύννεφο καπνού και αφρού στο οποίο διακρίνονταν οι ιστοί του ναυαρχίδας με τον σημαιοστολισμό να ανεμίζει.
Στις 10:25 τα τουρκικά πλοία, «καταματωμένα» και τυλιγμένα στους καπνούς, πέρασαν μέσα στα Δαρδανέλλια και ο Κουντουριώτης διέταξε «παύσατε πυρ».
Το Αβέρωφ επέστρεψε θριαμβευτικά, με την μπάντα να παιανίζει, ενώ τα πληρώματα των άλλων πλοίων ζητωκραύγαζαν παρατεταγμένα στα καταστρώματα.
Οι απώλειες των Τούρκων ξεπέρασαν τους εκατό νεκρούς και πολύ περισσότερους τραυματίες. Τα πλοία τους είχαν υποστεί τέτοιες ζημιές ώστε χρειάστηκε να καταφθάσουν τεχνίτες από τη Γερμανία. Αντίθετα, ο ελληνικός στόλος είχε ελάχιστες απώλειες. Το Αβέρωφ, σχεδόν σαν από θαύμα, δέχτηκε μόνο τέσσερα μεγάλα βλήματα που προκάλεσαν μικρές βλάβες. Τα θραύσματα τραυμάτισαν μερικούς άνδρες και τον ανθυποπλοίαρχο Μαμούρη, ενώ σκότωσαν τον κελευστή Καζιτζάρη – τον μοναδικό νεκρό της ελληνικής πλευράς.
Η τουρκική ήττα ήταν τέτοια που ο πλοίαρχος Ραμίζ κατηγορήθηκε για πρόωρη εγκατάλειψη του πεδίου και αποστρατεύθηκε.
• Με πληροφορίες από το averof.hellenicnavy.gr.
















