Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον οικισμό Κοιλάδ’, ο οποίος ήταν κτισμένος σε πλαγιά, σε υψόμετρο 350μ. στην κοιλάδα του ποταμού Πυξίτη και βρισκόταν 9 χλμ νότια της Τραπεζούντας. Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Τραπεζούντος και διατηρούσε μικτό πληθυσμό, με 731 κατοίκους, εγκατεστημένους στους δύο μαχαλάδες Κοιλάδι και Τσαμπούρ.
Οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι είχαν μετοικήσει από την περιοχή του Χαμψίκιοϊ και μιλούσαν ποντιακά.
Στο Κοιλάδι υπήρχε εκκλησία, γνωστή ως η Παναγία του Κλινά, ενώ στο Τσαμπούρ ένας μικρότερος ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη και λειτουργούσε επτατάξια αστική σχολή. Η οικονομία βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ τα προϊόντα, όπως φουντούκια και οπωροκηπευτικά, τα διέθεταν στην αγορά της Τραπεζούντας.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στα 1914 έγινε το Σεφερμπερλίκ. Έρχονταν στα χωρία οι τζανταρμάδες και καλούσανε τους άντρες να παρουσιαστούνε. Ο νόμος όριζε από είκοσι χρονώ ως σαράντα πέντε. Εγώ ήμουνα γραμμένος δεκαέξι χρονώ, δύο χρόνια λειψά από την ηλικία μου. Έμεινα στο χωρίο. Περίπου είκοσι νομάτοι φύγανε από τους δικούς μας. Στα 1916 ήρθανε οι Ρώσοι, οι Τούρκοι φύγανε. Πολύ λιγοστοί, οι πιο φτωχικές οικογένειες, μείνανε. Οι Αρχές όλες φύγανε από την Τραπεζούντα και παραδώσανε τα κλειδιά στο δικό μας δεσπότη, τον Χρύσανθο.
Δύο χρόνια πάνω-κάτω καθίσανε οι Ρώσοι. Πάσχα του 1916 μπήκανε, Ιανουάριο του 1918 φύγανε πίσω στη Ρωσία. Τότες έγινε μεγάλη ταραχή και κακό.
Οι Ρώσοι φεύγανε, η εξουσία των επίσημων Τούρκων έλειπε και μείναμε έρημοι και ανυπεράσπιστοι όλοι οι χριστιανοί. Φόβος και τρόμος ήτανε να μείνουμε στα χωρία. Κατέβαιναν Τούρκοι ληστές, τσετέδες, άτακτοι, αρπάζανε, ρημάζανε, σκοτώνανε. Φύγαμε όλοι από το χωρίο και κατεβήκαμε Τραπεζούντα. Από κει άλλοι μπήκαμε σε μοτόρια και πήγαμε Ρωσία, άλλοι μείνανε στην Τραπεζούντα.
Εγώ με την οικογένειά μου πήγαμε στο Βατούμ κι από κει Σοχούμ. Καθίσαμε δύο χρόνια εκεί. Όταν ακούσαμε πως ησύχασαν τα πράματα γυρίσαμε πίσω. Πήγαμε Τραπεζούντα. Από κει φύγαμε για το χωρίο. Δεν μπορέσαμε να σταθούμε. Όλο το χωρίο το είχανε κάψει. Τέσσερα ή πέντε σπίτια μείνανε άκαγα. Μια ρωμέικη οικογένεια έμεινε μέσα, τους είχε κρατήσει ο αγάς του χωριού υπό την προστασία του. Οι άλλοι γυρίσαμε όλοι στην Τραπεζούντα.
Από τα 1918 που φύγανε οι Ρώσοι, το Κοιλάδι έσβησε από ρωμέικο χωρίο.
Στα 1920 έγινε και η εξορία των αντρών από δεκαοχτώ χρονώ μέχρι εξήντα πέντε. Από την Τραπεζούντα μάς στείλανε στη Μάτσκα, στο Τζεβισλούκ, από κει προχωρήσαμε, περάσαμε Χαμψίκιοϊ, ανεβήκαμε στα Ζύγανα, το όρος, προχωρήσαμε στο εσωτερικό, φτάσαμε μέχρι το Σαρίκαμüς του Καρς. Μας είχανε δεμένους στο δρόμο. Άμα είχες, πλήρωνες το στρατιώτη και σ’ έλυνε. Σε κάθε τριάντα νομάτους υπήρχε ένα όπλο.
Από το Σαρίκαμüς μάς γυρίσανε πίσω στο Ερζερούμ. Εκεί στο Σαρίκαμüς μας δώσανε και «τάισμα». Ως τότε νηστικοί γυρίζαμε. Αν είχαμε τίποτα στον τορβά μας να πληρώσουμε ν’ αγοράσουμε λίγο ψωμί, τρώγαμε κάτι. Στο Ερζερούμ μείναμε μέχρι το ’22. Όπου μπορούσαμε δουλεύαμε, να φάμε ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί αρρωστήσανε από την πείνα, την κακοπέραση, την ψείρα. Τους βάζανε στο νοσοκομείο.
Καθημερινώς πεθαίνανε και τους ρίχνανε ομαδικά σε λάκκο. Ούτε παπάς να διαβάσει, ούτε τίποτε, χριστιανός δεν υπήρχε στο Ερζερούμ. Είχανε φύγει όλοι με το ρωσικό στρατό στα 1918.
Τέλος του ’22 μας δώσανε απόλυση. Μας στείλανε Τραπεζούντα συνοδεία με Τούρκους στρατιώτες. Εκεί βρήκαμε όλους από τα χωρία συγκεντρωμένους, να περιμένουνε βαπόρι για να φύγουνε. Έφυγα κι εγώ με την οικογένειά μου. Πήραμε το τουρκικό πλοίο «Κιρτσεμάλ». Μας βγάλανε στην Πόλη. Εκεί μείναμε στα τσαντήρια στον Άγιο Στέφανο δέκα-έντεκα μήνες. Έπρεπε νάρθουνε τα ελληνικά πλοία για να φύγουμε. Φύγαμε 1923 στο τέλος του χρόνου, ανήμερα Χριστού.
















