«Κολλημένη» στα ορεινά του ανατολικού Πόντου, η Ίμερα των Ελλήνων (το Ολουτζάκ των Τούρκων) στην τελευταία απογραφή του 2000 είχε μόλις 73 κατοίκους. Και λέμε «μόλις», διότι στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μια κωμόπολη στην επαρχία Χαλδίας, που αναπτύχθηκε χάρη στα μεταλλεία και τη γειτνίασή της με την Αργυρούπολη.
Λέγεται ότι την Ίμερα (ή αλλιώς, Γίμερα) την έχτισαν φυγάδες που έφτασαν στα 1.500 μέτρα στο όρος Θήχης (απ’ όπου οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν τη θάλασσα), μετά την Άλωση της Τραπεζούντας.
Μέχρι αυτοί οι ορεσίβιοι να αρχίσουν να μεταναστεύουν στη Ρωσία (κυρίως μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-8), όταν τα μεταλλεία είχαν παρακμάσει και η υποτυπώδης γεωργία και κτηνοτροφία δεν επαρκούσαν για να ζήσουν, ο πληθυσμός έφτανε τις 500 οικογένειες.
Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι οικογένειες είχαν μειωθεί στις 300, που περιορίστηκαν στις 120 την περίοδο του ξεριζωμού – οι Έλληνες αυτού του ιστορικού χωριού εκπατρίστηκαν οριστικά τον Ιανουάριο του 1923, μέσα στον βαρύ χειμώνα, κατ’ εφαρμογή της ελληνοτουρκικής Σύμβασης της Λοζάνης για ανταλλαγή πληθυσμών.
Για τους Ιμερέτ’ μάς πληροφορεί ο Κώστας Ιωαννίδης (Ιμεραίος), με άρθρο του στην Ποντιακή Εστία το 1961, το οποίο έχει τον εξής υπότιτλο: «Όταν τα ωρολόγια εγίνοντο “σπούτνικ”».
Το περιστατικό που περιγράφει τοποθετείται κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ξεκινά όταν ο τουρκικός στρατός φτάνει έξω από την πόλη, καταδιωκόμενος από τους Ρώσους. Η συνέχεια είναι η εξής:
Επί κεφαλής του στρατού ήτο ο Βεχήπ πασάς, όστις εξετίμα και συνεπάθει τους Χριστιανούς. Προς αποφυγήν εκτρόπων, απηγόρευσε την είσοδον των στρατιωτών εις το χωρίον, ο ίδιος δε μετά του επιτελείου του επροχώρησεν εις το κέντρον της Ίμερας, κατευθύνθη δε προς το σχολείον το οποίον διεκρίνετο δια τον όγκον και την ωραίαν εμφάνισιν του, εις την στοάν του οποίου εσταμάτησεν. Επιτροπή εκ των προυχόντων παρουσιάσθη αμέσως δια να χαιρετίση, ο σχετικώς δε τουρκομαθέστερος ανέλαβε να τον προσφωνήση.
Οι Ιμεραίοι δεν διακρίνοντο δια την τουρκομάθειάν των. Τούτο αντελήφθη ο Βεχήπ από τας πρώτας λέξεις του προσφωνούντος και του είπε: «Δεν πειράζει πέστε τα Ελληνιστί, καταλαβαίνω Ελληνικά».
Μετά το τέλος της προσφωνήσεως ηρώτησε τι αντιπροσώπευε το ωραίον εκείνο κτίριον. Όταν δε του είπαν ότι είναι το σχολείον του χωρίου*, αποτεινόμενος εις τους περί αυτόν αξιωματικούς, είπε: «Βλέπετε αυτό το ωραίον κτίριον, είναι το σχολείον του χωρίου. Εις ολίγας πόλεις μας θα ίδητε παρόμοιον τουρκικόν σχολείον».
Οι Ιμεραίοι προσεφέρθησαν να τους φιλοξενήσουν, αλλά εδήλωσαν ότι βιάζονται να φύγουν και μετά δυσκολίας εδέχθησαν δύο φιάλας Ελληνικού κονιάκ.
Μετά πάροδον αρκετού χρόνο ενεφανίσθησαν προ της Ίμερας τα προελαύνοντα Ρωσσικά στρατεύματα. Οι Ιμεραίοι, ρωσσόφιλοι μέχρι παραφροσύνης, αφού συχνά τραγουδούσαν:
Η Γίμερα, η Γίμερα έμορφον πολιτεία
αν αξιών’ ατό ο Θεός θα γίνεται Ρουσσία,
άρχισαν να πανηγυρίζουν. Όλος ο πληθυσμός με επί κεφαλής τους ιερείς με τα εξαπτέρυγα εξήλθον εις προϋπάντησιν των ελευθερωτών.
Ένας εκ των πολλών Ρωσσομαθών ανέλαβε να τους προσφωνήση. Με ζωηράς φράσεις εξέφρασε την χαράν και τον ενθουσιασμόν των κατοίκων δια την απελευθέρωσιν και την εκπλήρωσιν τοιουτοτρόπως του αιωνίου πόθου των Ιμεραίων.
Μετά το τέλος της προσφωνήσεως ο ρήτωρ της στιγμής μετ’ εκπλήξεως παρετήρησεν ότι το ωρολόγιόν του μετά της χρυσής καδένας εξηφανίσθη.
Κάποιος από τους ελευθερωτάς, επωφεληθείς του γενικού ενθουσιασμού, εθεώρησε καλόν να τον ελευθερώση από το βάρος του ωρολογίου και να συναποκομίση την καδένα, εις ανάμνησιν του ιστορικού γεγονότος της απελευθερώσεως της Ίμερας.
















