Μαζί με τον Χρήστο Γ. Δημάρχου, και υπό τη σκέπη του Συλλόγου Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί», το 1947 δημιούργησαν τη βίβλο της ποντιακής λαογραφίας, ένα λεύκωμα που έφερε τον τίτλο Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής, «ένα απλό αντιφέγγισμα της ζωής του λαού και του χωριού, μια ελεύθερη σύνθεση σχεδίου και λόγου γύρω από μορφές και εικόνες ζωής της ακρότατης εκείνης ελληνικής γης που υπήρξε στο πέρασμα των αιώνων ένα από τα πλέον “προκεχωρημένα φυλάκια” της ελληνικής φυλής».1
Ο λόγος για τον Νίκο Ι. Καπνά, τον Τραπεζούντιο που σε νεαρή ηλικία είχε μαθητή τον Δημήτρη Ψαθά στο Φροντιστήριον, κι αργότερα –στην Αθήνα πια, όπου βρέθηκε με την Ανταλλαγή– έβαλε σκοπό (και ίσως πέτυχε) να μυήσει όσο περισσότερους μπορούσε στην πνευματική ζωή των Ποντίων.
Αναφορά στα νεανικά χρόνια του Καπνά έχουμε από τον σπουδαίο χρονικογράφο και θεατρικό συγγραφέα στη Γη του Πόντου, όπου περιγράφει ένα περιστατικό «ντροπιαστικό» για την παιδική ψυχή του.2 Από εκεί κι έπειτα, το νήμα το ξαναβρίσκουμε πολλά χρόνια αργότερα, χάρη στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, που μας πληροφορεί πως από το 1936 το όνομά του βρισκόταν στους κολοφώνες τριών περιοδικών που άπτονταν της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας των (εν Ελλάδι πλέον) Ποντίων.

Το πρώτο από αυτά ήταν τα Ποντιακά Φύλλα («Μηνιαίον περιοδικόν εκδιδόμενον υπό ομάδος Ποντίων νέων», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο υπότιτλος), στο οποίο ο Καπνάς εμφανίζεται ως συνεκδότης. Το περιοδικό εκδιδόταν από το 1936 έως το 1940, και αρχικά διευθυνόταν από συντακτική επιτροπή με υπεύθυνο τον Γεώργιο Φωκά. Από το 7ο τεύχος, ωστόσο, τη διεύθυνση ανέλαβε ο ΝΚ, με υπεύθυνο πάντοτε τον Φωκά.
Από τις σελίδες του πέρασαν λογοτεχνικά και λαογραφικά κείμενα των σπουδαιότερων Ποντίων της εποχής, όπως ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης, ο Ιορδάνης Βαμβακίδης (Ι.Τ. Παμπούκης), ο Οδυσσέας Λαμψίδης, ο Δημοσθένης Οικονομίδης και πολλοί άλλοι.
Μέλος της συντακτικής ομάδας που εξέδιδε τα Ποντιακά Φύλλα ήταν και ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Κώστας Καλλίδης3 (1901-1974), ο οποίος όταν επικράτησε η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, συνελήφθη και εξορίστηκε μαζί με τον (φιλόλογο) Παύλο Ιωακειμίδη, μέλος της συντακτικής επιτροπής. Οι δυο τους, από την εξορία, υποδείκνυαν δι’ αλληλογραφίας τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν ο Γ. Φωκάς, ο Αθ. Ασιατίδης και ο Νίκος Καπνάς να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που ανέκυπταν κατά την έκδοση.

Η συνεργασία του Καπνά με τον Χρ. Δημάρχου, το 1947, υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από γόνιμη. Έως και σήμερα, σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, τα κείμενα του πρώτου και τα σκίτσα του δεύτερου αποτελούν σημεία αναφοράς.
Ακόμα κι αν τα ονόματα των δημιουργών δεν είναι πολύ γνωστά σε πολλούς, το συγκεκριμένο έργο είναι ταυτόσημο με την ποντιακή λαογραφία.
Το 1950 ο ΝΚ μαζί με τον Γ.Ν. Λαμψίδη εκδίδουν το περιοδικό Το ποντιακό θέατρο, με στόχο να προωθήσουν τις θεατρικές αλλά και ευρύτερες καλλιτεχνικές προσπάθειες των Ποντίων, όπως δείχνει και η μετονομασία του σε «σκέτο» Το ποντιακό (με υπότιτλο «Θέατρο – Τέχνη – Γράμματα – Ζωή»). Συνολικά κυκλοφόρησαν 10 τεύχη, χωρίς μεγάλη χρονική συνέπεια (ξεκίνησε ως μηνιαίο, έγινε διμηνιαίο και κατέληξε τριμηνιαίο) λόγω οικονομικών δυσχερειών. Ο ακανόνιστος αυτός κύκλος έκλεισε το 1952, με το τεύχος Απριλίου-Μαΐου.

Στον υπότιτλο βλέπουμε και εδώ τις λέξεις «Θέατρο – Τέχνη – Γράμματα – Ζωή», και από κάτω ότι είναι Όργανον του Καλλιτεχνικού Ποντιακού Οργανισμού. Τα σχέδια του εξωφύλλου και τα σκίτσα ήταν του Χρ. Δημάρχου.
Την ίδια χρονιά άλλωστε (1961) αναλαμβάνει και χρέη διευθυντή στον Ελληνικό Ποντιακό Θεατρικό Όμιλο Αθηνών, τον μετέπειτα (από το 1967 και έως σήμερα) Καλλιτεχνικό Οργανισμό Ποντίων Αθηνών (ΚΟΠΑ).
Όλα αυτά τα χρόνια, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, ο Καπνάς εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες –και κυρίως στην Καθημερινή–, ενώ παράλληλα διόρθωνε ή επιμελούνταν βιβλία Ελλήνων λογοτεχνών και άλλες εκδόσεις. Με δυο λόγια είτε ως δάσκαλος είτε ως δημοσιογράφος, εκδότης ή επιμελητής κειμένων, έζησε μια ζωή αφιερωμένη στα γράμματα – ποντιακά και ελληνικά.

______
1. Απόσπασμα από τον πρόλογο του σωματείου στο λεύκωμα.
2. Γράφει ο Δημήτρης Ψαθάς:
Ήταν ένα γκρίζο πρωινό, με βροχή και με χιονόνερο. Έξω έκανε κρύο αλλά μέσα στην τάξη μας πολύ γλυκειά κι ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο δάσκαλός μας μπήκε σοβαρός, αγουροξυπνημένος, κόπηκε η φασαρία και σηκωθήκαμε όλοι.
— Καθίστε, είπε άκεφα.
Καθίσαμε εμείς, κάθισε κι εκείνος στην έδρα του, έβγαλε τα γυαλάκια του –φορούσε πεταλούδες– τα σκούπισε με το μαντήλι κι ύστερα από λίγο έκανε να βγάλει τον κατάλογό του, αλλά στραβομουτσούνιασε – τον είχε ξεχάσει σπίτι. Κάτι μουρμούρισε, κοίταξε ολόγυρα κι ύστερα το μάτι του έπεσε σε μένα:
— Πετάξου, μου είπε, στο σπίτι μου και πες της μητέρας μου να σου δώσει τον κατάλογό μου. Τον άφησα επάνω στο γραφείο.
— Μάλιστα, κύριε.
— Γρήγορα. Και, άκουσε… Δεν φαντάζομαι να τον ανοίξεις, ε; Θα μου τον φέρεις έτσι όπως θα σου τον δώσει. Αν τον ανοίξεις, θα το καταλάβω… άντε!
— Μάλιστα, κύριε.
Το σπίτι του δασκάλου μας των Ελληνικών –ήταν τότε ο Νίκος Καπνάς, ο πιο νέος απ’ όλους τους δασκάλους, γείτονάς μου– βρισκόταν πολύ κοντά, απέναντι στο δικό μας, ήξερα πολύ καλά την μητέρα του, όπως και την μικρή του αδελφή. Μ’ αυτήν παίζαμε όλα τα παιδιά της συντροφιάς, αλλά αυτά δεν εξασφάλιζαν καμιά οικειότητα με τον δάσκαλό μας, που ήταν αυστηρός και μας κρατούσε σε απόσταση.

Για πότε βρέθηκα στο δρόμο, ούτε κι εγώ κατάλαβα. Τρεχάλα έφτασα στο σπίτι, χτύπησα την πόρτα, είδα την συμπαθητική μητέρα του δασκάλου μας, της μίλησα λαχανιαστά, εξήγησα τι ήθελα και σε δυο λεπτά είχα στα χέρια μου τον πολύτιμο κατάλογο.
Τρεχάλα πήρα πάλι τον δρόμο για το σχολειό –το χιονόνερο είχε δυναμώσει– ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά γιατί είχα πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας της εμπιστευτικής εκείνης αποστολής. Δεν ήταν δα μικρή υπόθεση! Είχα στην τσέπη μου το μικρό ανεκτίμητο σημειωματάριο με τα πιο σπουδαία μυστικά του κόσμου: τους βαθμούς μου και τους βαθμούς των άλλων συμμαθητών μου. Αν τον άνοιγα λιγουλάκι να δω μονάχα τους δικούς μου βαθμούς;
Και νά η αγωνία – ένας μικρός Αμλέτος μέσα στο χιονόνερο:
— Να τον ανοίξω ή να μην τον ανοίξω; Ιδού η απορία!…
Τεράστια ηθικά προβλήματα ορθώθηκαν απότομα μπροστά μου και μου έκοψαν την φόρα της τρεχάλας, μου ελάττωναν τον ζήλο. Κοντοστεκόμουν, έβγαζα λίγο τον κατάλογο απ’ την τσέπη μου, τον κοίταζα, αλλά ήμουν τόσο καλό παιδί, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να προδώσω την εμπιστοσύνη του δασκάλου μου, ούτε και να παραβώ την κατηγορηματική υπόσχεσή μου. Τον ξανάχωνα πάλι βαθειά και προχωρούσα στην βροχή, αλλά πολύ ανήσυχος. Ο δαίμονας της περιέργειας μ’ έτρωγε κι ο πειρασμός σε κάθε βήμα μου γινόταν όλο και πιο μεγάλος, τόσο που δεν μπόρεσα ν’ ανθέξω ως το τέλος. Σε μια στιγμή, λοιπόν, τον ξανάβγαλα αποφασιστικά, γύρισα τα φύλλα με λαχτάρα, βρήκα τ’ όνομά μου, είδα τους βαθμούς μου, χάρηκα και τον ξανάκλεισα γρήγορα κατευχαριστημένος.
Είπε, ότι αν τον ανοίξω τον κατάλογό του, θα το καταλάβει. Πώς θα το καταλάβει;
Ησυχασμένος με την σκέψη αυτή, σκέφτηκα, προχωρώντας, ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω τον καλώς πληροφορημένο και στους άλλους συμμαθητές μου, αν έβλεπα και μερικούς άλλους βαθμούς. Με λιγότερους δισταγμούς ξανάνοιξα τον κατάλογο και κοιτούσα επί πολλή ώρα λαίμαργα πολλά ονόματα και πολλούς βαθμούς, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες μία‐μία και προσπαθώντας ν’ αποτυπώσω στην μνήμη μου όσα περισσότερα ονόματα μπορούσα.

			















