Από την ενορία Ισχανάντων της Σάντας, όπου γεννήθηκε το 1915, ο Σίμος Λιανίδης βρέθηκε στο Κουταΐσι της Γεωργίας και το 1921 ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά του, στην Ανταλλαγή των πληθυσμών. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στον Καταχά Πιερίας ωστόσο στη συνέχεια μετακόμισαν στην Καλαμαριά όπου πήγε δημοτικό, γυμνάσιο και πανεπιστήμιο αλλά και έζησε την υπόλοιπη ζωή του.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, ο Σίμος Λιανίδης υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ιππικού και παρασημοφορήθηκε για τα ανδραγαθήματά του με το μετάλλιο του Πολεμικού Σταυρού Α’ τάξεως.
Την εμπειρία του από εκείνη την περίοδο και τα όσα βίωσε την αποτύπωσε στο βιβλίο του «Ματωμένα χιόνια – Αφηγήματα από τον πόλεμο της Αλβανίας», που εκδόθηκε το 1985 στην Αθήνα από τις εκδ. Βησσαρίων.
Ωστόσο ήδη από το 1979 και ενώ το βιβλίο ήταν ακόμα ανέκδοτο, είχε παραχωρήσει ένα απόσπασμα στην Ποντιακή Εστία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 29.
Αναφέρεται στη συνάντησή του με έναν Ιταλό στρατιώτη στο χωριό Δίστρατο, νότια της Σαμαρίνας, όπου βρίσκονταν Έλληνες στρατιώτες. Αν και τυπικά εχθροί, η συνάντησή τους δεν πάει όπως θα ανέμενε κανείς…
≈
Η μάχη μαίνεται στο Δίστρατο. Οι Ιταλοί, στην υποχώρησή τους, προβάλλουν, με τα «τμήματα θυσίας» τους, λυσσασμένη αντίσταση, για να δοθεί καιρός στα κύρια τμήματά τους να υποχωρούν.
Μια μοίρα ορειβατικού πυροβολικού μας σκαρφαλώνει σε μια απόκρημνη βουνοκορφή στα πλευρά του εχθρού. Ακούγονται δύο-τρεις ομοβροντίες, και το πεδίο της μάχης γεμίζει πτώματα κομματιασμένα ανδρών και κτηνών.
Ένας υπίατρος Ιταλός, που μένει ανάμεσα στους νεκρούς και τραυματίες, ήρωας του ιερού καθήκοντός του, σηκώνει μια λευκή σημαία.
Παραδίνεται. Το δικό μας πυρ παύει. Όμως οι δικοί του, φέρνοντας, φαίνεται, βαρειά την παράδοσή του, τον πολυβολούν.
Η βέβηλη αυτή χειρονομία τους πληρώνεται απ’ τους δικούς μας με καινούρια απηνή διώξή τους.
Σε λίγο, φτάνοντας στο πεδίο της μάχης, βρίσκομε τον ηρωϊκό γιατρό ανάμεσα στους τραυματίες χωρίς πηλίκιο, μ’ ανασηκωμένα τα μανίκια, με τις γάζες, τους επιδέσμους, το ιώδιο και τα ιατρικά ψαλίδια του, να επιδένει με στοργή τις πληγές τους. Τον χαιρετούμε στρατιωτικά με σεβασμό και τιμή. Μας αντιχαιρετά ευγενικά, αυτοσυστήνεται στον επίλαρχό μας και εξακολουθεί το έργο του, αφού ζητήσει συγγνώμην. Οι νοσοκόμοι του τρέχουν απάνω-κάτω, πρόθυμοι στις διαταγές του.
Τραυματίες μ’ αρπαγμένα μέλη απ’ τα θραύσματα των οβίδων ουρλιάζουν εδώ, άλλοι ψυχορραγούν παρακεί. Αίμα, αίμα παντού. Φρίκη ανατριχιαστική.
Ένα ξανθό παλληκάρι στέκει παρέκει μ’ ανοιχτά τα σκέλη και σκυφτός λίγο. Μια χλωμάδα στο πρόσωπο από την αιμορραγία. Μας κοιτάζει παραπονεμένα. Ένα θραύσμα οβίδας του άρπαξε τους γλουτούς και μένει ακίνητος. Η κυλόττα του βαμένη στο αίμα, του φέρνει πόνο αβάσταχτο, σαν ακουμπάει στην πληγή του. Περιμένει τη σειρά του να τον επιδέσουν.
Τον πλησιάζω με συμπόνια.
Είναι ένα ωραίο παλληκάρι. Πρόσωπο ολοστρόγγυλο με χοντρά γαλανά μάτια. Μέτωπο φαρδύ, φωτεινό κι’ ωραία ξανθά μαλλιά. Αμούστακος σχεδόν, θα είναι ίσαμε είκοσι τριών χρόνων.
— Πώς σε λένε; Τον ρωτώ ιταλικά.
— Rino Carmine, signore, μ’ απαντά με συστολή.
— Κι απο πού είσαι Rino; Του λέω με χαμόγελο συμπάθειας.
— Απ’ την Νάπολη, σινιόρε. Απόνα χωριό της Νάπολης. Φτωχό, μα ωραίο χωριό. Έχομε αμπέλια, βγάζουμε κρασί.
— Πεινάς Rino;
— Ω αν πεινώ, σινιόρε! Έχομε οκτώ μέρες να φάμε συσσίτιο. Μα ξέρω κι’ εσείς πεινάτε. Πού να φτάσουν σε τούτες τις κακοτοπιές μεταγωγικά; Μα εσείς σινιόρε, πώς ξαίρετε ιταλικά; Τολμά να με ρωτήσει.
— Δεν βαριέσαι, Rino, του λέω. Δεν ξαίρω παρά λίγα. Τάμαθα στο νυχτερινό Ιταλικο σχολείο στη Θεσσαλονίκη.
— Α, στη Θεσσαλονίκη! Εκεί που μας λέγαν ότι θα πάμε.
Του απλώνω ένα τσιγάρο. Μήπως είχα και τίποτα άλλο; Το παίρνει ταλαντευόμενος. Μ’ ευχαριστεί. Του το ανάβω. Κάνει μια ρουφιξιά αχόρταγα. Το σβύνει αμέσως. Ζαλίστηκε. Η αιμορραγία βλέπεις τον εξάντλησε.
— Έχεις κανένα στην πατρίδα σου, Rino; Έχεις γονείς, αδέλφια; Έχεις μάνα, πατέρα;
Με κοιτάζει με παράπονο.
— Μη μου θυμίζετε το σπιτι μου, σινιόρε, σας παρακαλώ. Μου φέρνει θλίψη. Έχω ένα αδελφάκι ίσαμε δώδεκα χρόνων κα μια αδελφούλα ίσαμε εφτά. Έχει κάτι ολόξανθες μπούκλες! Η μάννα μου πάντα της φοράει μια κόκκινη κορδελίτσα στα μαλλιά. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο στην Αβυσσηνία. Έχω μια χαροκαμένη μάννα. Έρημη τώρα στο σπίτι με τα ορφανά, κλαίει μέρα-νύχτα για μένα, τον προστάτη της, τον προστάτη των ορφανών. Πού να ξαίρει η δόλια πού βρίσκομαι τώρα; Και άραγε θα γλυτώσω απ’ την πληγή μου;
— Πονώ, σινιόρε, πονώ πολύ.
Έμεινε λίγο σιωπηλός. Ύστερα ξέσπασε σ’ έναν λυγμό κι’ άρχισε τα κλάμματα.
— Ο Mama mia! Mama mia!
Έβγαλε μια φωτογραφία απ’ την τσέπη του χιτωνίου του και τη φιλούσε κλαίγοντας. Ήταν της μάννας του και των δύο ορφανών.
Τον χάιδεψα τρυφερά στον ώμο. Τι κι’ αν ήταν προ ολίγου ένας αντίπαλος, άθελά του; Τώρα είναι ένας άνθρωπος.
— Μην κλαις, καημένε Rino, μην κλαις. Γρήγορα θα δεις, την μάννα και τ’ αδέλφια σου. Ο πόλεμος μια μέρα θα τελειώσει.
— Αχ, σινιόρε, ποιος το ξέρει αυτό; Τι κακοί που είναι οι άνθρωποι κι’ ο πόλεμος τους! Ακόμα είμαστε ζώα.
Του έσφιξα το χέρι και τον αποχαιρέτισα. Η σάλπιγγα αντιβοούσε στις χαράδρες. «Προχωρείτε! Προχωρείτε!».
— Καλή τύχη. Καλή τύχη, σινιόρε.
Μου φώναζε με κλάμματα το ξανθό παλληκάρι Rino Carmine, ο «εχθρός».
Σίμος Λιανίδης
















