Καταρχάς ο τόνος του επιθέτου πηγαίνει στην παραλήγουσα. Αγγελάκας. Γιάννης, φυσικά, που γεννήθηκε σαν σήμερα στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης και με καταγωγή και των δύο γονέων του από τις Σέρρες. Ο Γιάννης Αγγελάκας μεταξύ άλλων έχει γράψει βιβλία, έχει κάνει παραγωγές και έχει πρωταγωνιστήσει και στην ταινία Ο χαμένος τα παίρνει όλα, το προτελευταίο φιλμ του σπουδαίου Νίκου Νικολαΐδη.
Χαλαρά κάποιος θα τον χαρακτήριζε πολυτάλαντο. Και σίγουρα είναι, αλλά μακριά από την εικόνα του glam που έχουμε για έναν δημιουργό ο οποίος καταπιάνεται με πολλά πράγματα. Η ταξιδιάρικη ψυχή –όπως λεγόταν το ντοκιμαντέρ που είχε σαν θέμα του εκείνον– με όχημα τη μουσική, έχει διευρύνει τους ορίζοντες του. Και χωρίς τον ψυχαναγκασμό του να είναι ντε και καλά μέσα στην εποχή του ή να είναι πρωτοπόρος.
Φτώχεια και αριστοκρατία
«Ένιωθα παράξενο παιδί. Ότι είμαι από αλλού. Να φανταστείς, ενώ μεγάλωνα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, είχα φτιάξει μέσα μου ένα παραμύθι ότι είμαι αριστοκράτης», είχε πει σε συνέντευξή του. Και συνεχίζοντας υποστήριζε πως «Για πολλά χρόνια πίστευα ότι δεν είναι αυτοί οι γονείς μου, ότι δεν είναι αυτό το περιβάλλον μου και ότι κάποιοι με φέρανε για να με δοκιμάσουν στη φτώχεια. Ήμουν ψωνάρα! Και περίμενα οι πραγματικοί γονείς μου να έρθουν κάποια στιγμή να με πάρουν».
Παρόλα αυτά αγαπούσε τους γονείς του, ενώ περιγράφοντας την οικογένεια του είχε εξομολογηθεί πως «Όλο μου το σόι γενικά ήταν φτωχό και τρελό μαζί –«καιρός των τσιγγάνων» τελείως! Αδέρφια που μάλωναν, που έρχονταν στα χέρια για το τίποτα και μετά αγαπιόντουσαν και πίνανε μαζί».
Ως παιδί συνήθιζε να στήνει μικρές θεατρικές παραστάσεις για τα άλλα παιδιά της γειτονιάς του. Με αυτές τις παραστάσεις όμως είχε πρόβλημα με τον πατέρα του. Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του: «Όποτε με ανακάλυπτε, με τράβαγε κατευθείαν στο σπίτι. Υποψιάζομαι πως αυτό μου το βίτσιο τον τρόμαζε σαν προοίμιο, ίσως, μιας μελλοντικής μου ομοφυλοφιλίας –πράγμα για το οποίο αργότερα διαψεύστηκε πανηγυρικά».
Παράλληλα αρχίζει και γράφει τους πρώτους του στίχους. Με τούτα και με εκείνα μένει στα μαθηματικά στην Β’ Γυμνασίου. Όταν έβαλε τα κλάματα, τον είδε ο γυμνασιάρχης και του είπε «Μην κλαις Αγγελάκα. Κι ο Αϊνστάιν είχε κοπεί στα Μαθηματικά».
Όλοι οι ροκάδες του Βορρά
Και ο Γιάννης μεγαλώνει ακούγοντας ροκ, ενώ στην εφηβεία του αποκτά την πρώτη του κιθάρα. Αρχίζει να μαθαίνει μόνος του, γιατί πού λεφτά για το Ωδείο.
Στο πατρικό του, τις Κυριακές στα ραδιόφωνα άκουγαν κυρίως Καζαντζίδη και Τσιτσάνη. Όταν πέρασε στη Βιομηχανική Σχολή, με την οποία «ξενέρωσε ένα χρόνο μετά», αγόραζε με φίλους του πειρατικές κασέτες με ρεμπέτικα.

Και κάπου εκεί σχηματίζονται οι «Τρύπες». Μαζί με τον φίλο του και μπασίστα Γιώργο Καρρά. Τότε ήταν μόλις 23 ετών. Δούλευε όπου εύρισκε και γενικότερα ζούσε στην ανέχεια. Κάτι που δυστυχώς συνεχίστηκε για μια δεκαετία. Μάλιστα ο στίχος: «Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας», προέκυψε όταν όντας 23 ετών, «άστεγος και άφραγκος, περιφερόταν στα ξεσαλωμένα μπαράκια της Θεσσαλονίκης» και παρατηρούσε τον κόσμο που ξέδινε στις Απόκριες. Τους αγαπούσε και τους κορόιδευε ταυτόχρονα. «Ο στίχος προέκυψε με τη μία. Χωρίς δεύτερη γραφή», είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του.
Και παρόλο που το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο το όνομα του γκρουπ (Τρύπες) κυκλοφόρησε από δισκογραφική εταιρεία της Θεσσαλονίκης (Anokato records), κάνει αίσθηση. Τόση που ο μέγας ραδιοφωνικός παραγωγός και τότε ιδιοκτήτης της δισκογραφικής Vigrin Γιάννης Πετρίδης τους προτείνει να ηχογραφήσουν τον δεύτερο δίσκο τους Πάρτυ στο 13ο όροφο στην εταιρεία του.

Οι «Τρύπες» χρόνο με το χρόνο αποκτούν όνομα στη σκληρή εγχώρια ροκ κοινότητα και το 1991 δίνουν την πρώτη τους συναυλία στον Λυκαβηττό.
Η επιτυχία, η συναυλία και το deal που δεν έγιναν
Η μεγάλη έκρηξη γίνεται το 1993 που κυκλοφόρησε το album-σταθμός Εννιά πληρωμένα Τραγούδια. Τότε είχε πουλήσει πάνω από 40.000 αντίτυπα, κάτι που ούτε οι ίδιοι το περίμεναν. «Με σόκαρε όλη αυτή η ενέργεια που ήρθε ξαφνικά επάνω μας. Άρχισα να αισθάνομαι άβολα, σχεδόν αρρώστησα. Με τρόμαξε το όλο πράγμα που ξαφνικά μεγάλωσε και έγινε ανεξέλεγκτο. Η ένταση, η υστερία, οι συναλλαγές, οι promoters που τα τσέπωναν. Χρειάστηκαν ένα δυο χρόνια για να καταλάβω πώς θα σταθώ μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι χωρίς να χαθεί η υπόστασή μου. Και σιγά-σιγά βρήκα τους τρόπους να κάνω όλη αυτή την τρέλα, συνείδηση και να τη στέλνω πίσω στον κόσμο», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Αγγελάκας.
Επιστέγασμα αυτής φρενήρης επιτυχίας ήταν η περιβόητη «μαύρη συναυλία» της 20ης Σεπτεμβρίου 1994 στον Λυκαβηττό. Ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος, με πολύ κόσμο να αναγκάζεται να μείνει απ’ έξω. Χωρίς προφανή λόγο, θα φύγουν κάτι πέτρες από τα ψηλά, κάποιες άλλες θα τους επιστραφούν, το ίδιο θα συμβεί και από τους συγκεντρωμένους εκτός και ξαφνικά ο χώρος θα θυμίζει πεδίο μάχης. Ούτε η μπάντα δε θα γλιτώσει. Πέτρες, καρέκλες και λοστοί θα φύγουν προς τη σκηνή.
Ξεκινάει τρελό κυνηγητό. Τελικά ο Αγγελάκας και η μπάντα θα παίξουν το live, θα το ολοκληρώσουν αλλά η ξέφρενη διάθεση που χρειάζεται δεν υπάρχει από κανέναν. Το live της επόμενης βραδιάς ακυρώνεται και μετατίθεται δυο μήνες μετά στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.

Οι «Τρύπες» συνεχίζουν να μεγαλουργούν μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Τότε και λίγο πριν από τη διάλυσή τους, τους ζητήθηκε να δώσουν το τραγούδι τους «Δεν χωράς Πουθενά» για να επενδυθεί μουσικά μία διαφήμιση για fast food. Η προσφορά μετά τα αλλεπάλληλα «όχι», έφτασε τις 50 εκατομμύρια δραχμές, περί τα 150.000 ευρώ δηλαδή.
Οι «Τρύπες» διαλύθηκαν, το 2001, χωρίς να ειπωθεί τίποτα μεταξύ των μελών.
Ένας από εμάς;
Ακολουθεί η σόλο καριέρα του Αγγελάκα. Το 2004 ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Altogethernow. «Έγινε μαζί με μερικούς φίλους για να προστατέψουμε το έργο μας και το εσωτερικό μας περιβάλλον», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.

Μπορεί η ροκ να ήταν το όνειρο και το επίτευγμά του, αλλά αν έχετε την εικόνα του ρὀκερ με τις ιλιγγιώδεις καταθέσεις και τις χιλιάδες θαυμάστριες. Ο Αγγελάκας είναι ένας απίστευτα προσγειωμένος δημιουργός που δεν ξεμακραίνει από τις αρχές και τα πιστεύω του. Και σε μια εποχή που που όλοι ουρλιάζουν, εκείνος μιλάει. Λίγο, αλλά χωρίς να στρογγυλεύει πράγματα. Δεν τον ενδιαφέρει να γίνει αρεστός, ούτε όμως να ακουστεί με έναν χυδαίο λόγο. Μιλάει –και γράφει– με πολύ σκληρό και άμεσο λόγο για το πολιτικό κατεστημένο. Και όχι δεν μπαίνει ποτέ κάτω από μια ταμπέλα ή εικόνα. «Δεν υπήρξα ποτέ δέσμιος καμιάς εικόνας. Ανατριχιάζω με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Το να παλεύεις να φτιάξεις μια περσόνα με εκτόπισμα μοιάζει με πνευματική αυτοκτονία. Ποτέ δεν περπάτησα έτσι, ποτέ δεν αυτολογοκρίθηκα», είχε πει σε συνέντευξή του. Για να ολοκληρώσει λέγοντας πως: «Ας με ξεχάσουν όλοι αύριο. Δεν μ’ ενδιαφέρει».
Σπύρος Δευτεραίος
















