Προτού γίνει μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του ελληνικού σινεμά, η Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο είχε παρασκήνια που θα ζήλευαν ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της. Διαφωνίες, επιμονές, παρεξηγήσεις, απρόσμενες απαιτήσεις – όλα συνέβαλαν ώστε σαν σήμερα, το 1955, να γίνει η πρεμιέρα και το φιλμ να περάσει στην… αθανασία.
Η αρχή έγινε με μια παρεξήγηση ανάμεσα σε δύο από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της εποχής, τον Αλέκο Σακελλάριο και τον Γιώργο Τζαβέλλα, οι οποίοι διαφώνησαν για το ποιος είχε πρώτος την ιδέα με τους λατερνατζήδες.
Η διαμάχη πήρε διαστάσεις και χρειάστηκε η ψύχραιμη παρέμβαση του Φίνου: ενέκρινε το σενάριο του Σακελλάριου και διαβεβαίωσε ότι οι δύο ιστορίες δεν είχαν καμία σχέση. Έτσι λύθηκε το πρώτο εμπόδιο.

Το δεύτερο ήταν… οι πρωταγωνιστές. Ο Σακελλάριος ήθελε Φωτόπουλο, Αυλωνίτη και την πρωτοεμφανιζόμενη Καρέζη. Ο Φίνος όμως, είχε ενστάσεις: πίστευε ότι ο Αυλωνίτης είχε εγκλωβιστεί σε ρόλους της σειράς, ενώ την Καρέζη την θεωρούσε ριψοκίνδυνη επιλογή.
Οι λόγοι της άρνησης δεν έγιναν ποτέ γνωστοί – ακόμα και ο υποτιθέμενος «στραβισμός» της μάλλον λειτούργησε ως πρόσχημα.
Ο Σακελλάριος ωστόσο δεν έκανε πίσω. Και δικαιώθηκε. Ο Αυλωνίτης άφησε στην άκρη τις μανιέρες του και παρέδωσε την κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του, ενώ η Καρέζη, πανέμορφη και φρέσκια, έδειξε ότι προοριζόταν για μεγάλη πορεία. Και φυσικά, στη μέση όλων αυτών, εμφανίστηκε και ο νεαρός Αλέκος Αλεξανδράκης –απαίτηση της ίδιας της Καρέζη–, με τον Φίνο να τον προωθεί στην αφίσα σαν σταθερό πρωταγωνιστή, παρότι εμφανίζεται μόλις για λίγα λεπτά.

Μετά από όλα αυτά, ο αρχικός τίτλος Ρομβία, φτώχεια και όνειρα εγκαταλείφθηκε και τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν.
Η ταινία έκοψε πάνω από 126.000 εισιτήρια κατακτώντας τη δεύτερη θέση της χρονιάς – πίσω μόνο από τη Στέλλα. Και όσοι βιαστούν να σκεφτούν ότι τα εισιτήρια ήταν λίγα, θα πρέπει να μάθουν ότι τότε στην Α’ Προβολή μετρούσαν μόνο τα εισιτήρια σε Αθήνα-Πειραιά και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου γινόταν χαμός με τις ελληνικές ταινίες, ήταν σε Β’ Προβολή.
Με τη φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, το μοντάζ του Ντίνου Κατσουρίδη και τρία αλησμόνητα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι («Είμαι άντρας», «Γαρούφαλο στ’ αυτί», «Το φιλί σου είναι μέλι»), η ταινία απέδειξε ότι μερικές φορές οι μεγαλύτερες επιτυχίες γεννιούνται από τα μεγαλύτερα… μπερδέματα.
Ίσως γι’ αυτό, 70 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, συνεχίζουμε να την αγαπάμε: γιατί κάτω από την απλότητά της, κουβαλά μια ιστορία δημιουργίας τόσο ζεστή, τόσο ανθρώπινη και τόσο ελληνική – όσο και το ίδιο το φιλότιμο του τίτλου της. Μάλιστα, είναι η πρώτη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου που είχε και σίκουελ, το έργο Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο, του 1957.
















