Η Ελλάδα είναι για δεκαετίες αντιμέτωπη με τον παραλογισμό του NATO, ο οποίος, σαν να πρόκειται για μεταδοτική ασθένεια, μετακόμισε στην ΕΕ και κυρίως στη Γερμανία και τους δορυφόρους της, την Ιταλία, την Ισπανία και τις Κάτω Χώρες.
Η Τουρκία, που όχι μονο δεν έδωσε όπλα στην Ουκρανία, όχι μόνο δεν επέβαλε κυρώσεις και δεν ακολούθησε το NATO στα μέτρα που έλαβε κατά της Ρωσίας, τουναντίον προχώρησε στη σύσφιξη των σχέσεών της με τη Μόσχα, ενώ πύκνωσαν και οι επαφές του Ερντογάν με τον Πούτιν.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν το NATO θέλησε να διευρυνθεί για να μετατρέψει τη Βαλτική Θάλασσα σε μια NATOϊκή λίμνη, με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας, η Τουρκία προέβαλε βέτο, απαιτώντας από τις χώρες αυτές να τροποποιήσουν τον ποινικό τους κώδικα και να τον «τουρκοποιήσουν», για να καταστούν ευκολότερες οι διώξεις και οι απελάσεις στην Τουρκία αντιφρονούντων, Κούρδων, αριστερών και Γκιουλενιστών, που κατέφυγαν στις εν λόγω χώρες, για να αποφύγουν άδικες διώξεις και βασανιστήρια.
Όσο διαρκούσε το βέτο της Άγκυρας, κανείς δεν πίεσε την Τουρκία να άρει το βέτο και οι δύο σκανδιναβικές χώρες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις παράλογες και απάνθρωπες απαιτήσεις του Ερντογάν, για να αρθεί το βέτο και να ενταχθούν στο NATO.
Τη φορά αυτή ήρθε η σειρά της Ελλάδας να κάνει πράξη το δικαίωμα της αρνησικυρίας στο θέμα της συμμετοχής της Τουρκίας στο «SAFE» (Security Action for Europe), που είναι ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και των κοινών προμηθειών αμυντικού εξοπλισμού, με ύψος 150 δισ. ευρώ.
Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δήλωσε με τον πιο επίσημο τρόπο ότι η Ελλάδα δεν θα επιτρέψει την ένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα αυτό, αν δεν άρει το casus belli που έχει ψηφιστεί από την τουρκική εθνοσυνέλευση το 1995, με το οποίο εντέλλονται όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις στο μέλλον να κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα, εάν προβεί σε επέκταση των χωρικών της υδάτων πέραν των έξι ναυτικών μιλίων. Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης, για να αρθεί το βέτο της Ελλάδας, ζήτησε να αρθούν και οι αμφισβητήσεις της κυριαρχίας της Ελλάδας σε νησιά και βραχονησίδες στο Αιγαίο, οι γνωστές «γκρίζες ζώνες».
Το περίεργο είναι ότι τη φορά αυτή, αντί να πιέσουν την Τουρκία να συμμορφωθεί με τη διεθνή και την ευρωπαϊκή νομιμότητα, να συμμορφωθεί με τους όρους που θέτει η Ελλάδα και να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο, θέτοντας τέρμα στην παράνομη κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους, οι πιέσεις ασκούνται στην Ελλάδα.
Και οι πιέσεις δεν περιορίζονται μόνο στη Γερμανία και στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά γίνονται και από τον Γενικό Γραμματέα του NATO με τρόπο που θα μπορούσε να φθάσει μέχρι και στο σημείο της πρότασης μομφής στο πρόσωπό του από την Ελλάδα, εάν υπάρχει τέτοια δυνατότητα.
Είναι προφανές ότι αυτό είναι απόρροια της συμπεριφοράς της Ελλάδας, που μάλλον δείχνει ότι είναι ευεπίφορη σε πιέσεις, για να μην χρησιμοποιήσουμε την άλλη φράση που έχει σχέση με… εισπράκτορα.
Δεν δίνουμε και την καλύτερη εικόνα ως χώρα όταν επιτρέπουμε στον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών να αυθαδιάζει εναντίον της χώρας που η Γερμανία κατέστρεψε εκ θεμελίων στη διάρκεια της κατοχής, ενώ, αντί να καταβάλει εκατοντάδες διασεκατομμύρια ευρώ για τις αποζημιώσεις που οφείλει, αυτή δεν επέστρεψε καν το αναγκαστικό δάνειο που είχε πάρει η γερμανική κατοχική διοίκηση από την Τράπεζα της Ελλάδος, για το οποίο είχε αποπληρώσει μια δόση η ναζιστική διοίκηση.
Πάντως, αν το διάστημα αυτό είχαν προβληθεί από τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και κυρίως από τις τηλεοράσεις μια σειρά από ντοκιμαντέρ για τις θηριωδίες των Γερμανών κατά των Ελλήνων στη διάρκεια της κατοχής, ίσως να κοβόταν ο… φιλοτουρκικός βήχας του κυρίου Βάντεφουλ.
Πάντως δεν είναι αργά. Ο χρόνος μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, που λήγει η προθεσμία έγκρισης των αιτήσεων που υποβλήθηκαν για συμμετοχή στο SAFE, είναι κρίσιμος και η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα «όπλα» που διαθέτει, για να μην βρεθούμε να χρηματοδοτούμε με τα δικά μας λεφτά και με τα λεφτά της Κύπρου τον γενοκτόνο και τον επίδοξο σφαγέα μας.
















