Διαβάστε ΕΔΩ το Μέρος Α’
Ο μικρός γιος της Μακρέσας είχε σπουδάσει φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και είχε υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Στον πόλεμο του 1940 επειδή ήταν προστάτης στην οικογένεια του αδικοχαμένου αδελφού του, δεν πολέμησε όπως οι άλλοι φαντάροι μας στο μέτωπο, αλλά υπηρέτησε στον τόπο διαμονής του.
Μόνιμη έγνοια της Μακρέσας ήταν να μην πεινάσουν τα ορφανά παιδιά του αδικοχαμένου Αλέξη της.
«Στάθιε αν λέγνε με πεινώ τ’ Αλέξη μ’ τα παιδία και κι’ έχω τιδέν να φαζ’ ατά, ντόσ’ ον και χάσον με καλλίον» έλεγε στον γιο της, και εκείνος έκανε μαθήματα σε παιδιά για να εξασφαλίσει ένα κιλό αλεύρι το μήνα από το καθένα, προκειμένου να ζυμώσει το καθημερινό ψωμί η μάνα του.

Στην περίοδο της Κατοχής η μισή οικογένεια, μαζί της και η Μακρέσα, έφυγαν ως πρόσφυγες στο Αξιοχώρι λόγω των συχνών επεισοδίων με τους βουλγαροκομιτατζήδες στο χωριό τους.
Στο Αξιοχώρι ένας γείτονας, από αυτούς που είχαν κομμουνιστική ιδεολογία αλλά δεν ανέβαιναν οι ίδιοι στο βουνό παρά μόνο παρακινούσαν τους άλλους, χτύπησε την πόρτα τους.
Η γυναίκα του Στάθη βρισκόταν στον 9ο μήνα της εγκυμοσύνης της. «Κύριε καθηγητά σε θέλουμε κάτι, ακολουθήστε με», του είπε. Ο Στάθης χωρίς να υποψιαστεί, του είπε να περιμένει να βάλει παπούτσια γιατί φορούσε παντόφλες. «Δεν πειράζει, ελάτε με τις παντόφλες» του απάντησε ο σύνδεσμος, τόσο πολύ βιαζόταν! Τότε η Μακρέσα κατάλαβε ότι ήθελαν να πάρουν οι αντάρτες τον γιο της. Προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να ακολουθήσει εκείνον τον άντρα, αλλά του ασκούσε τόση πίεση που δεν μπορούσε να μην το κάνει.

Ο άντρας οδήγησε τον γιο της Μακρέσας, ο οποίος φορούσε ακόμα τις παντόφλες του, στο ρέμα, και τον παρέδωσε στους αντάρτες. Η Μακρέσα βλέποντας πως ο γιος της αργεί να γυρίσει, πήρε τη μεγάλη ξύλινη ράβδο της που δεν την άφηνε από το χέρι και χτύπησε με δύναμη την πόρτα του προεστού του χωριού. «Ή μου φέρνεις πίσω τον γιο μου, ή πάω στους Γερμανούς [η βάση των Γερμανών ήταν πολύ κοντά στο διπλανό χωριό Άσπρο] και σας καταδίδω και καίνε ολόκληρο το χωριό μαζί με εμένα και εσένα» του είπε θυμωμένη.
Ο προεστός τα χρειάστηκε. Είχε μπροστά του μια Πόντια μάνα αποφασισμένη για όλα. Έτρεξε ο ίδιος εκεί που γινόταν η συνάντηση και ζήτησε τη ματαίωση των σχεδίων για τον καθηγητή.
Ένας συγχωριανός της κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε πιάσει περίεργες φιλίες με έναν Αυστριακό αξιωματικό. Για να του πουλήσει εκδούλευση, ζήτησε από τη Μακρέσα το βιολί του γιου της του καθηγητή για να το δώσει στον φίλο του τον ναζί επειδή δήθεν ήταν φιλόμουσος και του έλειπε το βιολί του. Η Μακρέσα του απάντησε με θάρρος, με τα σπασμένα νεοελληνικά της (δεν ήταν Πόντιος το εν λόγω άτομο και δεν καταλάβαινε ποντιακά), «εάν του έλειψε το βιολί του να πάει οπίσ’ να ευρίκ’ και παίζατο». Ο ενοχλητικός συγχωριανός έφυγε προς στιγμήν για να γυρίσει μετά από λίγο με τον ναζί αξιωματικό παίρνοντας τελικά το βιολί από το σπίτι.


Στα μετέπειτα χρόνια, όταν η χώρα μας προσπαθούσε να ορθοποδήσει, η Μακρέσα μεγάλωνε τα εγγόνια της. Ήταν πολύ καλή μαγείρισσα, με λίγα υλικά –προερχόμενα κυρίως από τον κήπο της– έφτιαχνε θαύματα.
Η αγάπη που έβαζε νοστίμευε το φαγητό της, έλεγαν τα εγγόνια της.
Πήγαινε στα μνημόσυνα όπου οι συγγενείς προσέφεραν γλυκά για την ανάπαυση των ψυχών των ανθρώπων τους, και τύλιγε ό,τι της προσφέρανε σε ένα μαντίλι για να τα δώσει στα παιδιά των παιδιών της.
Ένας από τους εγγονούς της, ο Λευτέρης –γιος της κόρης της, Χαρίκλης– δεν το ξέχασε ποτέ. Ο Λευτέρης ήταν εκείνο το μωρό που η μάνα του τον είχε αφήσει κάτω από μια γέφυρα για να σωθεί σαράντα ημερών βρέφος, όταν οι βουλγαροκομιτατζήδες οδηγούσαν τους Ευζωνίτες για εκτέλεση έξω από το χωριό τους.

Όταν λοιπόν δούλευε ως οδηγός λεωφορείου στα ΚΤΕΛ και είχε δρομολόγιο προς το χωριό, δεν ξεχνούσε ποτέ να φέρει στη γιαγιά του παγωτό που τόσο της άρεζε. Σταματούσε το λεωφορείο έξω από το σπίτι της, την χαιρετούσε δίνοντάς της το παγωτό και μετά συνέχιζε το δρομολόγιό του.
Η Μακρέσα όλη της τη ζωή στην Ελλάδα την έζησε δίπλα στην οικογένεια του αδικοχαμένου πρωτότοκου γιου της, Αλέξη. Θεωρούσε πως ήταν χρέος της προς τον γιο της να προσφέρει στην οικογένειά του.
Της το είχε ζητήσει άλλωστε όταν κατάλαβε πως θα πέθαινε: «Μακρέσα ας ελέπω σε, την Λίζα μ’ και τα μωρά μ’». Το στερνοπούλι του Αλέξη, ο Πέτρος, ήταν μόλις τεσσάρων χρονών όταν έχασε τον πατέρα του. Κάθε φορά που καθόταν στο τραπέζι, η γιαγιά του Μακρέσα σηκωνόταν μέχρι να τακτοποιηθεί ως ένδειξη σεβασμού προς τον «άντρα του σπιτιού». Η μητέρα του Πέτρου και οι αδελφές του παραξενεύονταν και την ρωτούσαν γιατί το κάνει. «Ε, κιαα, ατός εν ο άγουρος τη σπιτί» έλεγε.

Ο Πέτρος είχε μεγαλώσει και ήταν πια φοιτητής της Νομικής του ΑΠΘ. Σε μια συζήτησή με τη γιαγιά του Μακρέσα την ρώτησε τι λόγια λέει όταν τον ξεματιάζει. Η Μακρέσα χάρηκε, νόμιζε πως ο εγγονός της ενδιαφέρθηκε για να μεταδώσει το ξεμάτιασμα στις κόρες του όταν αυτός παντρευόταν και έκανε παιδιά.1
Ο Πέτρος όμως ρωτούσε για άλλο λόγο.
Ανάμεσα στα πολλά πνευματικά ενδιαφέροντά του ήταν και το θέατρο. Έγραφε και σκηνοθετούσε ποντιακά έργα, και μάλιστα έτσι γνώρισε και τη γυναίκα του, Αντιγόνη, που συμμετείχε ως ηθοποιός στη θεατρική ομάδα του χωριού της, τη Μεταμόρφωση.

Όταν ανέβαζε παράσταση στο χωριό, κρατούσε πάντα μια θέση στην πρώτη σειρά για την αγαπημένη «καλομάνα» του. Έτσι έγινε και εκείνη τη φορά. Η Μακρέσα έβλεπε με ευχαρίστηση το έργο που έγραψε ο εγγονός της και διασκέδαζε μέχρι τη στιγμή που στην σκηνή διαδραματιζόταν ένα «ξεμάτιασμα».
Άρχισε τότε ο ηθοποιός που είχε αναλάβει το ρόλο «της ξεματιάστρας» να λέει τα λόγια που η Μακρέσα έλεγε όταν ξεμάτιαζε.
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της! Σηκώθηκε από τη θέση της και στράφηκε προς τον εγγονό της που καθόταν λίγο παραπέρα. «Αφορισμένε, για τ’ ατό ερώτανες ντο λέω σο γήτεμαν; Εγώ πα θάρρεσα εθέλνες να μαθίζω σε για τα παιδία σ’. Ατώρα άλλον ‘κι θα πιάν. Κλωστ’ σο οσπίτ΄ και θα λέγω σε εγώ»! Ο Πέτρος χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του, δίνοντας την εντύπωση πως περίμενε αυτήν την αντίδραση της γιαγιάς του. Το κοινό νόμιζε πως ήταν σκηνοθετικό εύρημα, πως ο οξύνους σκηνοθέτης-συγγραφέας έβαλε μέχρι και τη γιαγιά του να παίξει από την πλατεία του αυτοσχέδιου θεάτρου. Το τι είχε γίνει το ήξεραν μόνο οι άνθρωποι της οικογένειας!

Στον Πέτρο είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Όταν στα χρόνια της δικτατορίας ο εγκάθετος από το χουντικό καθεστώς πρόεδρος της κοινότητας πήγε στο σπίτι του και τον απείλησε ότι θα τον στείλει στη Μακρόνησο λόγω του ότι δεν «κρατούσε το στόμα του» και μιλούσε εναντίον της Χούντας, η Μακρέσα αντέδρασε!
Μπήκε μπροστά και φώναζε στον χουντικό κοινοτάρχη «άφ’ σον το μωρό», παρόλο που ο εγγονός της ήταν ήδη 30 χρονών! Η
φωνή της σκέπαζε το παραλήρημα του «προέδρου». Η συνεχής επανάληψη της φράσης και η δυναμική της παρουσία παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, έκαναν τον «νταή» χουντικό να το βάλει στα πόδια και να μην τους ξαναενοχλήσει.



Για τους Ποντίους τα παιδιά τους δεν μεγαλώνουν ποτέ. Ακόμα και όταν ενηλικιωθούν και κάνουν δικά τους παιδιά, θα είναι πάντα τα «μωρά» τους.
Η Μακρέσα, η Πόντια καλομάνα, ήταν φύλακας-άγγελος για όλους αυτούς που αγαπούσε!
Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Όταν κατάλαβε ότι θα έφευγε, ζήτησε να βάλουν στον τάφο μαζί της, επάνω στο στήθος της, τα οστά του γιου της Αλέξη για να τον έχει αγκαλιά στην αιωνιότητα. Έτσι κι έγινε, έφυγε ήσυχα για τα αιώνια Παρχάρια του ουρανού σε ηλικία 94 ετών.
Αλεξία Ιωαννίδου
















